ἀτείχιστος: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτείχιστος''': -ον, ὁ μὴ τετειχισμένος, μὴ ὠχυρωμένος, Θουκ. 1. 2., 8. 62, Λυσ. 914. 16. - Ἐπίρρ. ἀτειχίστως Φιλόστρ. 245. 23, Σύμμ. ἐν Χαχ. β΄, 4. 2) ὁ μὴ ἀποτειχισθείς, ὁ μὴ ἀποκλεισθείς, Θουκ. 1. 64. | |lstext='''ἀτείχιστος''': -ον, ὁ μὴ τετειχισμένος, μὴ ὠχυρωμένος, Θουκ. 1. 2., 8. 62, Λυσ. 914. 16. - Ἐπίρρ. ἀτειχίστως Φιλόστρ. 245. 23, Σύμμ. ἐν Χαχ. β΄, 4. 2) ὁ μὴ ἀποτειχισθείς, ὁ μὴ ἀποκλεισθείς, Θουκ. 1. 64. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non muni de remparts;<br /><b>2</b> non bloqué au moyen d’un mur.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τειχίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unwalled, unfortified, Th.1.2, 8.62, Lys.33.7: metaph., χάριν θανάτου πάντες ἄνθρωποι πόλιν ἀ. οἰκοῦμεν Epicur.Sent. Vat.31. Adv. -τως Sm.Za.2.4(8); ἀ. τετειχισμένοι, of Brahmans living in the open air, Philostr.VA3.15, 6.11. 2 not walled off, Th.1.64.
German (Pape)
[Seite 384] nicht mit Mauern umgeben, unbefestigt, Thuc. 1, 2 Xen. u. sonst; auch = nicht durch Verschanzungen abgesperrt, nicht blokirt, Thuc. 1, 64.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτείχιστος: -ον, ὁ μὴ τετειχισμένος, μὴ ὠχυρωμένος, Θουκ. 1. 2., 8. 62, Λυσ. 914. 16. - Ἐπίρρ. ἀτειχίστως Φιλόστρ. 245. 23, Σύμμ. ἐν Χαχ. β΄, 4. 2) ὁ μὴ ἀποτειχισθείς, ὁ μὴ ἀποκλεισθείς, Θουκ. 1. 64.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non muni de remparts;
2 non bloqué au moyen d’un mur.
Étymologie: ἀ, τειχίζω.