παράρτημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράρτημα''': τό, τὸ παραπλεύρως ἀνηρτημένον, περίαπτον, [[φυλακτήριον]], Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. 7.81, Λουκ. Φιλοψ. 8. ΙΙ. [[παράρτημα]], πρόσθετον [[πρᾶγμα]], Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 783Β.
|lstext='''παράρτημα''': τό, τὸ παραπλεύρως ἀνηρτημένον, περίαπτον, [[φυλακτήριον]], Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. 7.81, Λουκ. Φιλοψ. 8. ΙΙ. [[παράρτημα]], πρόσθετον [[πρᾶγμα]], Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 783Β.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />tout ce qu’on porte suspendu au côté.<br />'''Étymologie:''' [[παραρτάω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράρτημα Medium diacritics: παράρτημα Low diacritics: παράρτημα Capitals: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Transliteration A: parártēma Transliteration B: parartēma Transliteration C: parartima Beta Code: para/rthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything hanging at the side, amulet, appendage, Luc.Philops. 8.    II dub. sens. in SIG2554.25 (Magn. Mae.).

German (Pape)

[Seite 497] τό, das daran. an der Seite Hangende, Luc. Philops. 8.

Greek (Liddell-Scott)

παράρτημα: τό, τὸ παραπλεύρως ἀνηρτημένον, περίαπτον, φυλακτήριον, Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. 7.81, Λουκ. Φιλοψ. 8. ΙΙ. παράρτημα, πρόσθετον πρᾶγμα, Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 783Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tout ce qu’on porte suspendu au côté.
Étymologie: παραρτάω.