μελαμβαθής: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελαμβᾰθής''': -ές, ὁ ἔχων [[μέλαν]] [[βάθος]], ὁ ἐκ τοῦ πολλοῦ βάθους φαινόμενος σκοτεινότατος, Ταρτάρου κευθμὼν Αἰσχύλ. Πρ. 219˙ ἀκταὶ Ἀχέροντος Σοφ. Ἀποσπ. 469˙ σηκὸς δράκοντος Εὐρ. Φοίν. 1010, κτλ.˙ [[συχν]]. ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. τοῦ μελαμβᾰφής, ές, βεβαμμένος [[μέλας]], [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν Βακχυλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[εἴδωλον]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 129, κτλ. | |lstext='''μελαμβᾰθής''': -ές, ὁ ἔχων [[μέλαν]] [[βάθος]], ὁ ἐκ τοῦ πολλοῦ βάθους φαινόμενος σκοτεινότατος, Ταρτάρου κευθμὼν Αἰσχύλ. Πρ. 219˙ ἀκταὶ Ἀχέροντος Σοφ. Ἀποσπ. 469˙ σηκὸς δράκοντος Εὐρ. Φοίν. 1010, κτλ.˙ [[συχν]]. ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. τοῦ μελαμβᾰφής, ές, βεβαμμένος [[μέλας]], [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν Βακχυλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[εἴδωλον]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 129, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />noir et profond.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[βάθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A darkly deep, Ταρτάρου κευθμών A.Pr.221; ἀκταὶ Ἀχέροντος S.Fr.523 (v.l. -βαφεῖς) ; σηκὸς δράκοντος E.Ph.1010 (v.l. -βαφής) ; εἴδωλον v.l. in B.Fr.25; cf. μελαγκευθής.
German (Pape)
[Seite 118] ές, mit schwarzer Tiefe, tief und schwarz; Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμών, Aesch. Prom. 219; Soph. frg. 469; σῆκον ἐς μελαμβαθῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 516.
Greek (Liddell-Scott)
μελαμβᾰθής: -ές, ὁ ἔχων μέλαν βάθος, ὁ ἐκ τοῦ πολλοῦ βάθους φαινόμενος σκοτεινότατος, Ταρτάρου κευθμὼν Αἰσχύλ. Πρ. 219˙ ἀκταὶ Ἀχέροντος Σοφ. Ἀποσπ. 469˙ σηκὸς δράκοντος Εὐρ. Φοίν. 1010, κτλ.˙ συχν. ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. τοῦ μελαμβᾰφής, ές, βεβαμμένος μέλας, ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Βακχυλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. εἴδωλον, Πολυδ. Ζ΄, 129, κτλ.