εὐάγκαλος: Difference between revisions
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐάγκᾰλος''': -ον, ([[ἀγκάλη]]) ὁ εὐκόλως φερόμενος ἐν ἀγκάλαις, [[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον Αἰσχύλ. Πρ. 350· [[τόξον]] Εὐρ. Ἀποσπ. 782 ([[ἔνθα]] ὁ Nauck ἄγκυλον)· [[φόρτος]] Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.: [[εὐάρεστος]] πρὸς ἐναγκαλισμόν, Λουκ. Ἔρωτες 25. ΙΙ. ἐνεργ., εὐκόλως περιλαμβάνων, [[εὐρύχωρος]], λιμὴν Εὐστ. Πονημάτ. 265. 93. | |lstext='''εὐάγκᾰλος''': -ον, ([[ἀγκάλη]]) ὁ εὐκόλως φερόμενος ἐν ἀγκάλαις, [[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον Αἰσχύλ. Πρ. 350· [[τόξον]] Εὐρ. Ἀποσπ. 782 ([[ἔνθα]] ὁ Nauck ἄγκυλον)· [[φόρτος]] Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.: [[εὐάρεστος]] πρὸς ἐναγκαλισμόν, Λουκ. Ἔρωτες 25. ΙΙ. ἐνεργ., εὐκόλως περιλαμβάνων, [[εὐρύχωρος]], λιμὴν Εὐστ. Πονημάτ. 265. 93. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on porte facilement dans ses bras ; <i>fig.</i> facile à supporter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀγκάλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἀγκάλη)
A easy to bear in the arms, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον A.Pr.352; τόξον E.Fr.785 (Nauck ἄγκυλον) ; φόρτος, of Anchises, Ael.Fr.148, cf. Porph.Abst.1.45: metaph., λόγοι Them.Or. 18.219d; pleasant to embrace, Luc.Am.25.
German (Pape)
[Seite 1055] leicht auf den Arm zu nehmen, leicht oder angenehm zu umarmen, ἄχθος οὐκ εὐάγκ. Aesch. Prom. 350; φόρτον u. φορτίον, Sp.; ἀνδράσιν εὐάγκ. ὁμίλημα Luc. Amor. 25; Themist.; Poll. 2, 139 erkl. εὔφορτος. – Bei Eust. amor. was leicht, gut umfaßt, λιμήν.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάγκᾰλος: -ον, (ἀγκάλη) ὁ εὐκόλως φερόμενος ἐν ἀγκάλαις, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον Αἰσχύλ. Πρ. 350· τόξον Εὐρ. Ἀποσπ. 782 (ἔνθα ὁ Nauck ἄγκυλον)· φόρτος Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.: εὐάρεστος πρὸς ἐναγκαλισμόν, Λουκ. Ἔρωτες 25. ΙΙ. ἐνεργ., εὐκόλως περιλαμβάνων, εὐρύχωρος, λιμὴν Εὐστ. Πονημάτ. 265. 93.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on porte facilement dans ses bras ; fig. facile à supporter.
Étymologie: εὖ, ἀγκάλη.