αἰκάλλω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰκάλλω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ. ([[αἴκαλος]]). Κολακεύω, [[θωπεύω]], [[κυρίως]] ἐπὶ κυνῶν, (ἴδε ἐν τέλ. καὶ Α. Β. 21)· μετ’ αἰτ. Σοφ. Ο. Τ. 597, (τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἐκκαλοῦσι), Εὐρ, Ἀνδρ. 630· τὸν δεσπότην ᾔκαλλε, Ἀριστοφ. Ἱπ. 48· τὰ μὲν λόγι’ αἰκάλλει με, μὲ κολακεύουσι, μὲ εὐχαριστοῦσι, [[αὐτόθι]] 211· αἰκάλλει καρδίαν ἐμήν, φαιδρύνει τὴν καρδίαν μου, ὁ αὐτ. Θεσμ. 869. - ἐπὶ κυνός, ὡς τὸ [[σαίνω]], κινῶ τὴν οὐρὰν κολακευτικῶς, Βαβρ. 50.14.
|lstext='''αἰκάλλω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ. ([[αἴκαλος]]). Κολακεύω, [[θωπεύω]], [[κυρίως]] ἐπὶ κυνῶν, (ἴδε ἐν τέλ. καὶ Α. Β. 21)· μετ’ αἰτ. Σοφ. Ο. Τ. 597, (τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἐκκαλοῦσι), Εὐρ, Ἀνδρ. 630· τὸν δεσπότην ᾔκαλλε, Ἀριστοφ. Ἱπ. 48· τὰ μὲν λόγι’ αἰκάλλει με, μὲ κολακεύουσι, μὲ εὐχαριστοῦσι, [[αὐτόθι]] 211· αἰκάλλει καρδίαν ἐμήν, φαιδρύνει τὴν καρδίαν μου, ὁ αὐτ. Θεσμ. 869. - ἐπὶ κυνός, ὡς τὸ [[σαίνω]], κινῶ τὴν οὐρὰν κολακευτικῶς, Βαβρ. 50.14.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ᾔκαλλον;<br />caresser, flatter.<br />'''Étymologie:''' DELG terme familier ; origine inconnue.
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰκάλλω Medium diacritics: αἰκάλλω Low diacritics: αικάλλω Capitals: ΑΙΚΑΛΛΩ
Transliteration A: aikállō Transliteration B: aikallō Transliteration C: aikallo Beta Code: ai)ka/llw

English (LSJ)

only pres. andimpf., (αἰκάλος)

   A flatter, wheedle, fondle, properly of dogs (cf. Phryn.PSp.36B.), c.acc., E.Andr.630, cf. Pl.Com. 21D.; τὸν δεσπότην ᾔκαλλε Ar.Eq.48; τὰ μὲν λόγι' αἰκάλλει με flatter, please me, ib.211; αἰκάλλει καρδίαν ἐμήν it cheers myheart. Id.Th.869; τοὺς περὶ τὴν αὐλήν Plb.5.36.1, cf. Axiop.3.4, Philostr.VA5.42:— Pass., ὑπό τινων Plb.15.25.31:—of a fox, σεσηρὸς αἰκάλλουσα wagging the tail fawningly, Babr.50.14.—Trag., Com., and later Prose.

Greek (Liddell-Scott)

αἰκάλλω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ. (αἴκαλος). Κολακεύω, θωπεύω, κυρίως ἐπὶ κυνῶν, (ἴδε ἐν τέλ. καὶ Α. Β. 21)· μετ’ αἰτ. Σοφ. Ο. Τ. 597, (τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἐκκαλοῦσι), Εὐρ, Ἀνδρ. 630· τὸν δεσπότην ᾔκαλλε, Ἀριστοφ. Ἱπ. 48· τὰ μὲν λόγι’ αἰκάλλει με, μὲ κολακεύουσι, μὲ εὐχαριστοῦσι, αὐτόθι 211· αἰκάλλει καρδίαν ἐμήν, φαιδρύνει τὴν καρδίαν μου, ὁ αὐτ. Θεσμ. 869. - ἐπὶ κυνός, ὡς τὸ σαίνω, κινῶ τὴν οὐρὰν κολακευτικῶς, Βαβρ. 50.14.

French (Bailly abrégé)

impf. ᾔκαλλον;
caresser, flatter.
Étymologie: DELG terme familier ; origine inconnue.