ἀντασπάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντασπάζομαι''': μέλλ. -άσομαι, [[ἀσπάζομαι]] καὶ ἐγώ, ἀνταποδίδω φιλοφροσύνην, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3: - περιποιοῦμαι φιλοφρόνως, ὁ αὐτ. 5. 5, 42: [[ἐντεῦθεν]] ἀντασπασμός, ὁ, [[ἀμοιβαῖος]] [[ἀσπασμός]], χαιρετισμός, Θεόδ. Στουδ. σ. 572Ε. | |lstext='''ἀντασπάζομαι''': μέλλ. -άσομαι, [[ἀσπάζομαι]] καὶ ἐγώ, ἀνταποδίδω φιλοφροσύνην, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3: - περιποιοῦμαι φιλοφρόνως, ὁ αὐτ. 5. 5, 42: [[ἐντεῦθεν]] ἀντασπασμός, ὁ, [[ἀμοιβαῖος]] [[ἀσπασμός]], χαιρετισμός, Θεόδ. Στουδ. σ. 572Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=embrasser à son tour, accueillir à son tour amicalement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀσπάζομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
A welcome, greet in turn, X.Cyr.1.3.3; return greeting, Hierocl.Facet.7; receive kindly, X.Cyr.5.5.42, Pl.Com.12D., Plu.Tim.38.
German (Pape)
[Seite 245] dep. med., dagegen, gegenseitig umarmen, Xen. Cyr. 1, 3, 3; wieder gütig aufnehmen, 5, 5, 42; sich gegenseitig lieben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντασπάζομαι: μέλλ. -άσομαι, ἀσπάζομαι καὶ ἐγώ, ἀνταποδίδω φιλοφροσύνην, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3: - περιποιοῦμαι φιλοφρόνως, ὁ αὐτ. 5. 5, 42: ἐντεῦθεν ἀντασπασμός, ὁ, ἀμοιβαῖος ἀσπασμός, χαιρετισμός, Θεόδ. Στουδ. σ. 572Ε.
French (Bailly abrégé)
embrasser à son tour, accueillir à son tour amicalement.
Étymologie: ἀντί, ἀσπάζομαι.