ψυκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψυκτικός''': -ή, -όν, ([[ψύχω]]) = [[ψυκτήριος]], ὁ ἐπιφέρων ψῦξιν, παράγων [[ψῦχος]], τὰ ψυκτικὰ, δροσιστικά, ἀναψυκτικά, Ἱππ. Ἀφορ. 1259, Πλούτ., κλπ.
|lstext='''ψυκτικός''': -ή, -όν, ([[ψύχω]]) = [[ψυκτήριος]], ὁ ἐπιφέρων ψῦξιν, παράγων [[ψῦχος]], τὰ ψυκτικὰ, δροσιστικά, ἀναψυκτικά, Ἱππ. Ἀφορ. 1259, Πλούτ., κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />rafraîchissant;<br /><i>Sp.</i> ψυκτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ψύχω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυκτικός Medium diacritics: ψυκτικός Low diacritics: ψυκτικός Capitals: ΨΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: psyktikós Transliteration B: psyktikos Transliteration C: psyktikos Beta Code: yuktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = ψυκτήριος, cooling, τὰ ψ. refrigerants, Hp.Aph.7.37; ψ. δύναμις, opp. θερμαντική, Epicur.Fr.60; ψ. φασὶν εἶναι τὸν οἶνον ib.59, cf. Plu. 2.652f, 691b (Sup.), etc.    II bringing difficulty (cf. ψῦξις 111), embarrassing, ὁ χρόνος ἔσται -κὸς εἰς πάντα Heph.Astr.2.29.

German (Pape)

[Seite 1402] = Vorigem, kühlend, abkühlend, δύναμις, Ggstz der θερμαντική, Plut. adv. Col. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ψυκτικός: -ή, -όν, (ψύχω) = ψυκτήριος, ὁ ἐπιφέρων ψῦξιν, παράγων ψῦχος, τὰ ψυκτικὰ, δροσιστικά, ἀναψυκτικά, Ἱππ. Ἀφορ. 1259, Πλούτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
rafraîchissant;
Sp. ψυκτικώτατος.
Étymologie: ψύχω.