μετακιάθω: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετᾰκῑάθω''': Ἐπικ. ῥῆμ. ἀπαντῶν μόνον κατὰ παρατατ. ἢ ἀόρ. μετεκίαθον, ἀκολουθῶ κατόπιν τινός, ἱππῆες δ’ ὀλίγον μετεκίαθον, «μετ’ ὀλίγον [[ἐκεῖ]] ἐπορεύοντο» (Σχολ.), Ἰλ. Λ. 52., Σ. 532· μετ’ ἀπαρ., [[καταδιώκω]], «κυνηγῶ», Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε Π. 685· τοὺς δὲ κύνες μ. Σ. 581· - [[ἁπλῶς]], [[ἔρχομαι]] [[μετὰ]] [[ταῦτα]], ἐπακολουθῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 139· [[ἔρχομαι]] εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, [[αὐτόθι]] 1221. ΙΙ. [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἐπίσκεψιν, ἀλλ’ ὁ μὲν Αἰθίοπας μ. Ὀδ. Α. 12· [[ἀπέρχομαι]] πρὸς ἀναζήτησιν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 802. ΙΙΙ. ἀλλ’ ὅτε πᾶν [[πεδίον]] μετεκίαθον, ὅτε διῆλθον διὰ μέσου [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Λ. 713.
|lstext='''μετᾰκῑάθω''': Ἐπικ. ῥῆμ. ἀπαντῶν μόνον κατὰ παρατατ. ἢ ἀόρ. μετεκίαθον, ἀκολουθῶ κατόπιν τινός, ἱππῆες δ’ ὀλίγον μετεκίαθον, «μετ’ ὀλίγον [[ἐκεῖ]] ἐπορεύοντο» (Σχολ.), Ἰλ. Λ. 52., Σ. 532· μετ’ ἀπαρ., [[καταδιώκω]], «κυνηγῶ», Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε Π. 685· τοὺς δὲ κύνες μ. Σ. 581· - [[ἁπλῶς]], [[ἔρχομαι]] [[μετὰ]] [[ταῦτα]], ἐπακολουθῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 139· [[ἔρχομαι]] εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, [[αὐτόθι]] 1221. ΙΙ. [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἐπίσκεψιν, ἀλλ’ ὁ μὲν Αἰθίοπας μ. Ὀδ. Α. 12· [[ἀπέρχομαι]] πρὸς ἀναζήτησιν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 802. ΙΙΙ. ἀλλ’ ὅτε πᾶν [[πεδίον]] μετεκίαθον, ὅτε διῆλθον διὰ μέσου [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Λ. 713.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. impf.</i> μετεκίαθον;<br /><b>1</b> changer de pays pour aller vers, acc.;<br /><b>2</b> aller à travers, acc.;<br /><b>3</b> aller à la poursuite de, à la recherche de, poursuivre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κιάθω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακῑάθω Medium diacritics: μετακιάθω Low diacritics: μετακιάθω Capitals: ΜΕΤΑΚΙΑΘΩ
Transliteration A: metakiáthō Transliteration B: metakiathō Transliteration C: metakiatho Beta Code: metakia/qw

English (LSJ)

[ᾰθ], Ep. Verb, only impf. or aor. μετεκίαθον,

   A follow after, ἱππῆες δ' ὀλίγον μ. Il.11.52, cf. 18.532: c.acc., chase, Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε 16.685; τὸν δὲ κύνες μ. 18.581.    II visit, ἀλλ' ὁ μὲν Αἰθίοπας μ. Od.1.22, cf. Call.Dian.46; go to seek, A.R.3.802; simply, come to, κρήνην Id.1.1221.    III ἀλλ' ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον had passed through it, Il.11.714.    IV intr., come next, A.R. 1.139.

German (Pape)

[Seite 147] nur verlängerte Aoristform μετεκίαθον, nachgehen, sowohl im feindlichen Sinne, verfolgen, Il. 11, 52. 18, 532, Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε 16, 685, als auch nach Etwas gehen, um es zu holen, zurückzubringen, ταῦρον, nach dem vom Löwen geraubten Stier, 18, 581; auch = zu Einem gehen, um ihn zu besuchen, Αἰθίοπας μετεκίαθε, Od. 1, 22; πᾶν πεδίον, das ganze Gefilde durchstreifen, Il. 11, 714; sp. D., wie Callim.

Greek (Liddell-Scott)

μετᾰκῑάθω: Ἐπικ. ῥῆμ. ἀπαντῶν μόνον κατὰ παρατατ. ἢ ἀόρ. μετεκίαθον, ἀκολουθῶ κατόπιν τινός, ἱππῆες δ’ ὀλίγον μετεκίαθον, «μετ’ ὀλίγον ἐκεῖ ἐπορεύοντο» (Σχολ.), Ἰλ. Λ. 52., Σ. 532· μετ’ ἀπαρ., καταδιώκω, «κυνηγῶ», Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε Π. 685· τοὺς δὲ κύνες μ. Σ. 581· - ἁπλῶς, ἔρχομαι μετὰ ταῦτα, ἐπακολουθῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 139· ἔρχομαι εἰς..., μετ’ αἰτ. τόπου, αὐτόθι 1221. ΙΙ. ἀπέρχομαι εἰς ἐπίσκεψιν, ἀλλ’ ὁ μὲν Αἰθίοπας μ. Ὀδ. Α. 12· ἀπέρχομαι πρὸς ἀναζήτησιν, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 802. ΙΙΙ. ἀλλ’ ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον, ὅτε διῆλθον διὰ μέσου αὐτοῦ, Ἰλ. Λ. 713.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. μετεκίαθον;
1 changer de pays pour aller vers, acc.;
2 aller à travers, acc.;
3 aller à la poursuite de, à la recherche de, poursuivre, acc..
Étymologie: μετά, κιάθω.