ἀναμνηστός: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναμνηστός''': -όν, ὅν τις δύναται νὰ ἀναμνησθῇ, - τὸ ἀναμνηστόν, τὸ δυνάμενον νὰ ἔλθῃ ἢ τὸ ἐρχόμενον εἰς τὴν μνήμην, Πλάτ. Μένων 87B.
|lstext='''ἀναμνηστός''': -όν, ὅν τις δύναται νὰ ἀναμνησθῇ, - τὸ ἀναμνηστόν, τὸ δυνάμενον νὰ ἔλθῃ ἢ τὸ ἐρχόμενον εἰς τὴν μνήμην, Πλάτ. Μένων 87B.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont on peut se souvenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναμιμνῄσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμνηστός Medium diacritics: ἀναμνηστός Low diacritics: αναμνηστός Capitals: ΑΝΑΜΝΗΣΤΟΣ
Transliteration A: anamnēstós Transliteration B: anamnēstos Transliteration C: anamnistos Beta Code: a)namnhsto/s

English (LSJ)

όν,

   A that which one can recollect, Pl.Men.87b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμνηστός: -όν, ὅν τις δύναται νὰ ἀναμνησθῇ, - τὸ ἀναμνηστόν, τὸ δυνάμενον νὰ ἔλθῃ ἢ τὸ ἐρχόμενον εἰς τὴν μνήμην, Πλάτ. Μένων 87B.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on peut se souvenir.
Étymologie: ἀναμιμνῄσκω.