ζωοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωοφόρος''': -ον, παρέχων ζωήν, Ἀνθ. Π. 9. 765, Συλλ. Ἐπιγρ. 512. ΙΙ. ζῳο-[[φόρος]], ον, ζῷα φέρων· [[ἑπομένως]], 1) φέρων τὰς εἰκόνας ζῴων, [[πλήρης]] γλυφῶν, [[πίναξ]] Διόδ. 18. 26· [[ἐντεῦθεν]], ἡ [[ζῳφόρος]], ὡς οὐσιαστ., τὸ μεταξὺ ἐπιστυλίου καὶ γείσου [[μέρος]], Βιτρούβ. 3. 5. 2) ὁ ζ. [[κύκλος]] = ὁ [[ζῳδιακός]], Ἀριστ. Κόσμ. 2. 7· [[ἄνευ]] τοῦ [[κύκλος]], Ἀνθ. Π. 14. 124, παραρτ. 92· πρβλ. [[ζῴδιον]]. | |lstext='''ζωοφόρος''': -ον, παρέχων ζωήν, Ἀνθ. Π. 9. 765, Συλλ. Ἐπιγρ. 512. ΙΙ. ζῳο-[[φόρος]], ον, ζῷα φέρων· [[ἑπομένως]], 1) φέρων τὰς εἰκόνας ζῴων, [[πλήρης]] γλυφῶν, [[πίναξ]] Διόδ. 18. 26· [[ἐντεῦθεν]], ἡ [[ζῳφόρος]], ὡς οὐσιαστ., τὸ μεταξὺ ἐπιστυλίου καὶ γείσου [[μέρος]], Βιτρούβ. 3. 5. 2) ὁ ζ. [[κύκλος]] = ὁ [[ζῳδιακός]], Ἀριστ. Κόσμ. 2. 7· [[ἄνευ]] τοῦ [[κύκλος]], Ἀνθ. Π. 14. 124, παραρτ. 92· πρβλ. [[ζῴδιον]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui porte la vie, vivifiant, fécondant.<br />'''Étymologie:''' [[ζωή]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ζωοφόρος: -ον, παρέχων ζωήν, Ἀνθ. Π. 9. 765, Συλλ. Ἐπιγρ. 512. ΙΙ. ζῳο-φόρος, ον, ζῷα φέρων· ἑπομένως, 1) φέρων τὰς εἰκόνας ζῴων, πλήρης γλυφῶν, πίναξ Διόδ. 18. 26· ἐντεῦθεν, ἡ ζῳφόρος, ὡς οὐσιαστ., τὸ μεταξὺ ἐπιστυλίου καὶ γείσου μέρος, Βιτρούβ. 3. 5. 2) ὁ ζ. κύκλος = ὁ ζῳδιακός, Ἀριστ. Κόσμ. 2. 7· ἄνευ τοῦ κύκλος, Ἀνθ. Π. 14. 124, παραρτ. 92· πρβλ. ζῴδιον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte la vie, vivifiant, fécondant.
Étymologie: ζωή, φέρω.