ἀποπροτέμνω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποπροτέμνω''': [[κόπτω]] ἀπὸ..., νώτου ἀποπροταμών, ἀποκόψας, ἀφελὼν [[τεμάχιον]] ἐκ τῆς ράχεως, Ὀδ. Θ. 475˙ πρβλ. Νικ. Θ. 573. | |lstext='''ἀποπροτέμνω''': [[κόπτω]] ἀπὸ..., νώτου ἀποπροταμών, ἀποκόψας, ἀφελὼν [[τεμάχιον]] ἐκ τῆς ράχεως, Ὀδ. Θ. 475˙ πρβλ. Νικ. Θ. 573. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. ao.2</i> ἀποπροταμών;<br />couper une part, une tranche de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[προτέμνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
A cut off from, νώτου ἀποπροταμών after he had cut a slice from the chine, Od.8.475, cf. Nic.Th.572.
German (Pape)
[Seite 320] (s. τέμνω), von etwas ab- u. vorschneiden, νώτου ἀποπροταμών Od. 8, 475.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπροτέμνω: κόπτω ἀπὸ..., νώτου ἀποπροταμών, ἀποκόψας, ἀφελὼν τεμάχιον ἐκ τῆς ράχεως, Ὀδ. Θ. 475˙ πρβλ. Νικ. Θ. 573.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 ἀποπροταμών;
couper une part, une tranche de, gén..
Étymologie: ἀπό, προτέμνω.