Ἀμφιάραος: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἀμφιάραος''': -ου, Ἀττ. Ἀμφιάρεως, ω, ([[χορίαμβος]] (-υυ-) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1313). ὁ Θηβαῖος [[ἥρως]] καὶ [[οἰωνόμαντις]], Αἰσχύλ. κτλ.: πιθανῶς αὐτὸς [[εἶναι]] ὁ καλούμενος Ἄμφις ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 361. | |lstext='''Ἀμφιάραος''': -ου, Ἀττ. Ἀμφιάρεως, ω, ([[χορίαμβος]] (-υυ-) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1313). ὁ Θηβαῖος [[ἥρως]] καὶ [[οἰωνόμαντις]], Αἰσχύλ. κτλ.: πιθανῶς αὐτὸς [[εἶναι]] ὁ καλούμενος Ἄμφις ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 361. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />Amphiaraos :<br /><b>1</b> devin et roi d’Argos;<br /><b>2</b> dieu guérisseur honoré à Oropos, plus tard assimilé à Asclépios.<br />'''Étymologie:''' cf. [[Ἀμφιασταί]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ου (also
A Ἀμφιάρης Pi.N.9.24, -ηος O.6.13), Att. Ἀμφιάρεως (choriamb. in S.OC1313), ω, Amphiaraus, Argive hero and seer, A., etc.; prob. also called Ἄμφις A.Fr.410:—hence Ἀμφιαράϊον, τό, sanctuary of A., esp. at Oropus, and Ἀμφιαράϊα, τά, festival of A. held there, IG7.48, al., cf. Did. ap. Sch.Pi.O.7.153, Str. 9.1.22, etc. Ἀμφιάρειον, τό, cj. in Pi.I.7(6).33; cf. Ἀμφιεραϊστής.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀμφιάραος: -ου, Ἀττ. Ἀμφιάρεως, ω, (χορίαμβος (-υυ-) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1313). ὁ Θηβαῖος ἥρως καὶ οἰωνόμαντις, Αἰσχύλ. κτλ.: πιθανῶς αὐτὸς εἶναι ὁ καλούμενος Ἄμφις ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 361.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Amphiaraos :
1 devin et roi d’Argos;
2 dieu guérisseur honoré à Oropos, plus tard assimilé à Asclépios.
Étymologie: cf. Ἀμφιασταί.