ὁπλοφορέω: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁπλοφορέω''': [[φέρω]] ὅπλα, εἶμαι ὡπλισμένος, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 18, Ἀνθ. Π. 9. 320, ΙΙ. Παθ., ἔχω ὁπλοφόρον, συνοδεύομαι ὑπὸ σωματοφύλακος, Πλουτ. Αἰμίλ. 27.
|lstext='''ὁπλοφορέω''': [[φέρω]] ὅπλα, εἶμαι ὡπλισμένος, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 18, Ἀνθ. Π. 9. 320, ΙΙ. Παθ., ἔχω ὁπλοφόρον, συνοδεύομαι ὑπὸ σωματοφύλακος, Πλουτ. Αἰμίλ. 27.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> porter les armes ; servir comme hoplite;<br /><b>2</b> servir comme garde du corps ; <i>Pass.</i> être accompagné par une garde.<br />'''Étymologie:''' [[ὁπλοφόρος]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλοφορέω Medium diacritics: ὁπλοφορέω Low diacritics: οπλοφορέω Capitals: ΟΠΛΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: hoplophoréō Transliteration B: hoplophoreō Transliteration C: oploforeo Beta Code: o(plofore/w

English (LSJ)

   A bear arms, be armed, X.Cyr.4.3.18, AP9.320 (Leon.), BCH32.429 (Delos, ii B. C.), Jahresh.26 Beibl.61 (Ephesus, iv/vii A. D.).    II Pass., to be guarded, c. dat., μυριάσι πεζῶν Plu.Aem. 27.

German (Pape)

[Seite 361] 1) Waffen u. Rüstung tragen, bes. ein ὁπλίτης sein, Luc. Anach. 34. – 2) = δορυφορέω, als Leibwache begleiten, u. pass. von einer Leibwache begleitet werden, τοσαύταις μυριάσι πεζῶν καὶ χιλιάσιν ἱππέων ὁπλοφορούμενοι βασιλεῖς, Plut. Aemil. Paul. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλοφορέω: φέρω ὅπλα, εἶμαι ὡπλισμένος, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 18, Ἀνθ. Π. 9. 320, ΙΙ. Παθ., ἔχω ὁπλοφόρον, συνοδεύομαι ὑπὸ σωματοφύλακος, Πλουτ. Αἰμίλ. 27.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 porter les armes ; servir comme hoplite;
2 servir comme garde du corps ; Pass. être accompagné par une garde.
Étymologie: ὁπλοφόρος.