ἀρχιεράομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρχιεράομαι''': Μέσ. εἶμαι, διατελῶ ἀρχιερεὺς ἢ πρώτη [[ἱέρεια]], ὁ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτῷ ἀρχιερᾶσθαι Ἰωσήπ. Μακκ. 4. 502, 43· ἀρχιερασαμένην τῆς σεβαστῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 1929, 3422, κ. ἀλλ. | |lstext='''ἀρχιεράομαι''': Μέσ. εἶμαι, διατελῶ ἀρχιερεὺς ἢ πρώτη [[ἱέρεια]], ὁ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτῷ ἀρχιερᾶσθαι Ἰωσήπ. Μακκ. 4. 502, 43· ἀρχιερασαμένην τῆς σεβαστῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 1929, 3422, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br />être grand-prêtre <i>en parl. du grand-prêtre des Juifs</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχιερεύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
Med.,
A to be high-priest or priestess, LXX 4 Ma. 4.18, J.AJ17.19.1, OGI544.14 (Ancyra), IG14.1878, BSA16.120 (Pisidia, iii A.D.), etc.: pf. part. ἠρχιεραμένος IGRom.3.1475 (Iconium).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιεράομαι: Μέσ. εἶμαι, διατελῶ ἀρχιερεὺς ἢ πρώτη ἱέρεια, ὁ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτῷ ἀρχιερᾶσθαι Ἰωσήπ. Μακκ. 4. 502, 43· ἀρχιερασαμένην τῆς σεβαστῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 1929, 3422, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
être grand-prêtre en parl. du grand-prêtre des Juifs.
Étymologie: ἀρχιερεύς.