ἀποκώλυσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκώλῡσις''': -εως, ἡ, ἀποποίησις, ἄρνησις, ἐπὶ ἵππων μὴ δεχομένων τὸν χαλινὸν ἢ τὸν ἀναβάτην, τὰς δέ γε τῶν χαλινώσεων καὶ ἀναβάσεων ἀποκωλύσεις Ξεν. Ἱππ. 3. 11· [[κώλυσις]], ἐμπόδιον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 1571.
|lstext='''ἀποκώλῡσις''': -εως, ἡ, ἀποποίησις, ἄρνησις, ἐπὶ ἵππων μὴ δεχομένων τὸν χαλινὸν ἢ τὸν ἀναβάτην, τὰς δέ γε τῶν χαλινώσεων καὶ ἀναβάσεων ἀποκωλύσεις Ξεν. Ἱππ. 3. 11· [[κώλυσις]], ἐμπόδιον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 1571.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />empêchement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκωλύω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκώλῡσις Medium diacritics: ἀποκώλυσις Low diacritics: αποκώλυσις Capitals: ΑΠΟΚΩΛΥΣΙΣ
Transliteration A: apokṓlysis Transliteration B: apokōlysis Transliteration C: apokolysis Beta Code: a)pokw/lusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A hindering, X.Eq.3.11, J.AJ14.11.5.

German (Pape)

[Seite 310] ἡ, das Verhindern, Verweigern, Xen. de re equ. 3. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκώλῡσις: -εως, ἡ, ἀποποίησις, ἄρνησις, ἐπὶ ἵππων μὴ δεχομένων τὸν χαλινὸν ἢ τὸν ἀναβάτην, τὰς δέ γε τῶν χαλινώσεων καὶ ἀναβάσεων ἀποκωλύσεις Ξεν. Ἱππ. 3. 11· κώλυσις, ἐμπόδιον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 1571.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
empêchement.
Étymologie: ἀποκωλύω.