συντάμνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντάμνω''': Ἰων. ἀντὶ [[συντέμνω]], τοῦ χρόνου συντάμνοντος, ἀντὶ συντεμνομένου, πλησιάζοντος, Ἡρόδ. 5. 41, κλπ.
|lstext='''συντάμνω''': Ἰων. ἀντὶ [[συντέμνω]], τοῦ χρόνου συντάμνοντος, ἀντὶ συντεμνομένου, πλησιάζοντος, Ἡρόδ. 5. 41, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[συντέμνω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντάμνω Medium diacritics: συντάμνω Low diacritics: συντάμνω Capitals: ΣΥΝΤΑΜΝΩ
Transliteration A: syntámnō Transliteration B: syntamnō Transliteration C: syntamno Beta Code: sunta/mnw

English (LSJ)

   A v. συντέμνω.

Greek (Liddell-Scott)

συντάμνω: Ἰων. ἀντὶ συντέμνω, τοῦ χρόνου συντάμνοντος, ἀντὶ συντεμνομένου, πλησιάζοντος, Ἡρόδ. 5. 41, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συντέμνω.