ἅζομαι: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἅζομαι''': ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. ― ἐνεργ. μόνον παρὰ Σοφ. Ο. Κ. 134· μετοχ. ἅζοντα. Σέβομαι, φοβοῦμαί τινα, [[μάλιστα]] τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς γονεῖς... ἁζόμενοι... Ἀπόλλωνα, Ἰλ. Α. 21, μήτ’ οὖν μητέρ’ ἐμὴν ἄζευ, Ὀδ. Ρ. 401· ἀκολουθοῦντος ἀπαρεμφάτου· χερσὶ δ’ ἀνίπτοισιν Διῒ λείβειν... [[ἅζομαι]], Ἰλ. Ζ. 267· ξείνους οὐχ ἅζεο... ἐσθέμεναι, Ὀδ. Ι. 478· ἅζ. μή... Ἰλ. Ξ. 261: ― οὕτω παρὰ Θεόγν. τίς δή κεν… ἅζοιτ’ ἀθανάτους, 478· καὶ παρὰ Τραγ. τίς οὖν τάδ’ οὐχ ἅζεται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 389· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς [[ὄντα]] ἅζεται πατὴρ (δηλ. Ζεύς), σέβεται… [[αὐτόθι]] 1002 ἅζονται γὰρ ὁμαίμους, ὁ αὐτ. Ἱκ. 651· πλόκαμον οὐδάμ’ ἅζεται, [[αὐτόθι]] 884 (ἅπαντα λυρ.)· οὐχ [[ἅζομαι]] θανεῖν, δὲν φοβοῦμαι τὸν θάνατον… Εὐρ. Ὀρ. 1116. (κοιν. οὐ χάζομαι, πρβλ. Ἐλμσλ. [[Ἡρακλ]]. 600, Monk. Ἄλκ. 336). 2) ἀπολ. κατὰ μετοχ. πεφοβημένος. Ὀδ. Ι. 200· [[ἀμφί]] σοι ἁζόμενος, Σοφ. Ο. Τ. 155. (ἐκ √ΑΓ ἴδε [[ἄγος]], ἅγος, [[ἁγνός]], [[ἅγιος]]).
|lstext='''ἅζομαι''': ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. ― ἐνεργ. μόνον παρὰ Σοφ. Ο. Κ. 134· μετοχ. ἅζοντα. Σέβομαι, φοβοῦμαί τινα, [[μάλιστα]] τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς γονεῖς... ἁζόμενοι... Ἀπόλλωνα, Ἰλ. Α. 21, μήτ’ οὖν μητέρ’ ἐμὴν ἄζευ, Ὀδ. Ρ. 401· ἀκολουθοῦντος ἀπαρεμφάτου· χερσὶ δ’ ἀνίπτοισιν Διῒ λείβειν... [[ἅζομαι]], Ἰλ. Ζ. 267· ξείνους οὐχ ἅζεο... ἐσθέμεναι, Ὀδ. Ι. 478· ἅζ. μή... Ἰλ. Ξ. 261: ― οὕτω παρὰ Θεόγν. τίς δή κεν… ἅζοιτ’ ἀθανάτους, 478· καὶ παρὰ Τραγ. τίς οὖν τάδ’ οὐχ ἅζεται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 389· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς [[ὄντα]] ἅζεται πατὴρ (δηλ. Ζεύς), σέβεται… [[αὐτόθι]] 1002 ἅζονται γὰρ ὁμαίμους, ὁ αὐτ. Ἱκ. 651· πλόκαμον οὐδάμ’ ἅζεται, [[αὐτόθι]] 884 (ἅπαντα λυρ.)· οὐχ [[ἅζομαι]] θανεῖν, δὲν φοβοῦμαι τὸν θάνατον… Εὐρ. Ὀρ. 1116. (κοιν. οὐ χάζομαι, πρβλ. Ἐλμσλ. [[Ἡρακλ]]. 600, Monk. Ἄλκ. 336). 2) ἀπολ. κατὰ μετοχ. πεφοβημένος. Ὀδ. Ι. 200· [[ἀμφί]] σοι ἁζόμενος, Σοφ. Ο. Τ. 155. (ἐκ √ΑΓ ἴδε [[ἄγος]], ἅγος, [[ἁγνός]], [[ἅγιος]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />vénérer avec un sentiment de crainte, craindre, acc. : [[ἀμφί]] [[σοι]] ἁζόμενος [[τί]] ἐξανύσεις SOPH me demandant avec crainte à ton sujet ce que tu accompliras ; avec l’inf., craindre de ; avec [[μή]], craindre que.<br />'''Étymologie:''' R. Ἁγ ; cf. [[ἅγιος]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅζομαι Medium diacritics: ἅζομαι Low diacritics: άζομαι Capitals: ΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: házomai Transliteration B: hazomai Transliteration C: azomai Beta Code: a(/zomai

English (LSJ)

only pres. and impf.; Act. only in part.

   A ἅζοντα S.OC 134:—stand in awe of, esp. gods and one's parents, ἁζόμενοι . . Απόλλωνα Il.1.21; μήτ' οὖν μητέρ' ἐμὴν ἅζευ Od.17.401; followed by inf., χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν Διἴ λείβειν . . ἅζομαι Il.6.267; ξείνους οὐχ ἅζεο . . ἐσθέμεναι Od.9.478; ἅ. μή Il.14.261; τίς δή κεν .. ἅζοιτ' ἀθανάτους; Thgn.748,cf.Alcm.54: used by A. in lyr., τίς οὖν τάδ' οὐχ ἅζεται; Eu. 389; Παλλάδος δ' ὑπὸ πτεροῖς ὄντας ἅζεται πατήρ (sc. Ζεύς) respects .., ib.1002; ἅζονται γὰρ ὁμαίμους Id.Supp.652; πλόκαμον οὐδάμ' ἅζεται ib.884 (all lyr.); θανεῖν οὐχ ἅζομαι I fear not to die... E.Or. 1116.    2 abs. in part., reverently, in holy fear, Od.9.200; ἀμφί σοι ἁζόμενος S.OT155.    3 to be angry, E.Fr.348. (Cf. ἅγιος.)

Greek (Liddell-Scott)

ἅζομαι: ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. ― ἐνεργ. μόνον παρὰ Σοφ. Ο. Κ. 134· μετοχ. ἅζοντα. Σέβομαι, φοβοῦμαί τινα, μάλιστα τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς γονεῖς... ἁζόμενοι... Ἀπόλλωνα, Ἰλ. Α. 21, μήτ’ οὖν μητέρ’ ἐμὴν ἄζευ, Ὀδ. Ρ. 401· ἀκολουθοῦντος ἀπαρεμφάτου· χερσὶ δ’ ἀνίπτοισιν Διῒ λείβειν... ἅζομαι, Ἰλ. Ζ. 267· ξείνους οὐχ ἅζεο... ἐσθέμεναι, Ὀδ. Ι. 478· ἅζ. μή... Ἰλ. Ξ. 261: ― οὕτω παρὰ Θεόγν. τίς δή κεν… ἅζοιτ’ ἀθανάτους, 478· καὶ παρὰ Τραγ. τίς οὖν τάδ’ οὐχ ἅζεται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 389· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντα ἅζεται πατὴρ (δηλ. Ζεύς), σέβεται… αὐτόθι 1002 ἅζονται γὰρ ὁμαίμους, ὁ αὐτ. Ἱκ. 651· πλόκαμον οὐδάμ’ ἅζεται, αὐτόθι 884 (ἅπαντα λυρ.)· οὐχ ἅζομαι θανεῖν, δὲν φοβοῦμαι τὸν θάνατον… Εὐρ. Ὀρ. 1116. (κοιν. οὐ χάζομαι, πρβλ. Ἐλμσλ. Ἡρακλ. 600, Monk. Ἄλκ. 336). 2) ἀπολ. κατὰ μετοχ. πεφοβημένος. Ὀδ. Ι. 200· ἀμφί σοι ἁζόμενος, Σοφ. Ο. Τ. 155. (ἐκ √ΑΓ ἴδε ἄγος, ἅγος, ἁγνός, ἅγιος).

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
vénérer avec un sentiment de crainte, craindre, acc. : ἀμφί σοι ἁζόμενος τί ἐξανύσεις SOPH me demandant avec crainte à ton sujet ce que tu accompliras ; avec l’inf., craindre de ; avec μή, craindre que.
Étymologie: R. Ἁγ ; cf. ἅγιος.