ἀκλήρωτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκλήρωτος''': -ον, [[ἄνευ]] κλήρου ἢ μερίδος ἔν τινι πράγματι, μ. γεν., χώρας [[ἀκλάρωτος]], Πινδ. Ο. 7. 108. 2) [[ἄνευ]] τῆς χρήσεως κλήρου, Δίων Κ. Ἀποσπ. 62. ΙΙ. ὁ μὴ διὰ κλήρου διαμοιρασθείς, Πλούτ. 2. 231Ε.
|lstext='''ἀκλήρωτος''': -ον, [[ἄνευ]] κλήρου ἢ μερίδος ἔν τινι πράγματι, μ. γεν., χώρας [[ἀκλάρωτος]], Πινδ. Ο. 7. 108. 2) [[ἄνευ]] τῆς χρήσεως κλήρου, Δίων Κ. Ἀποσπ. 62. ΙΙ. ὁ μὴ διὰ κλήρου διαμοιρασθείς, Πλούτ. 2. 231Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’a pas sa part de, gén.;<br /><b>2</b> non distribué en lots;<br /><b>3</b> sans partage par le sort.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κληρόω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκλήρωτος Medium diacritics: ἀκλήρωτος Low diacritics: ακλήρωτος Capitals: ΑΚΛΗΡΩΤΟΣ
Transliteration A: aklḗrōtos Transliteration B: aklērōtos Transliteration C: aklirotos Beta Code: a)klh/rwtos

English (LSJ)

ον,

   A without lot or portion in a thing, c. gen., χώρας ἀκλάρωτος Pi.O.7.59.    2 without casting lots, D.C.Fr.62.    II not distributed in lots, Plu.2.231e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκλήρωτος: -ον, ἄνευ κλήρου ἢ μερίδος ἔν τινι πράγματι, μ. γεν., χώρας ἀκλάρωτος, Πινδ. Ο. 7. 108. 2) ἄνευ τῆς χρήσεως κλήρου, Δίων Κ. Ἀποσπ. 62. ΙΙ. ὁ μὴ διὰ κλήρου διαμοιρασθείς, Πλούτ. 2. 231Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’a pas sa part de, gén.;
2 non distribué en lots;
3 sans partage par le sort.
Étymologie: ἀ, κληρόω.