αἰχμαλωσία: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰχμᾰλωσία''': ἡ, ([[ἅλωσις]]), ἡ διὰ τῆς αἰχμῆς [[ἅλωσις]], ἡ ἐν πολέμῳ [[αἰχμαλωσία]] ἢ [[ἁπλῶς]] [[αἰχμαλωσία]], Διοδ. 20. 61. ΙΙ. [[σῶμα]] ἐξ αἰχμαλώτων ἀποτελούμενον, [[πλῆθος]], ὁ αὐτ. 17. 70, Ἑβδ., Κ. Δ.
|lstext='''αἰχμᾰλωσία''': ἡ, ([[ἅλωσις]]), ἡ διὰ τῆς αἰχμῆς [[ἅλωσις]], ἡ ἐν πολέμῳ [[αἰχμαλωσία]] ἢ [[ἁπλῶς]] [[αἰχμαλωσία]], Διοδ. 20. 61. ΙΙ. [[σῶμα]] ἐξ αἰχμαλώτων ἀποτελούμενον, [[πλῆθος]], ὁ αὐτ. 17. 70, Ἑβδ., Κ. Δ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />captivité de guerre, captivité <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[αἰχμάλωτος]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰχμᾰλωσία Medium diacritics: αἰχμαλωσία Low diacritics: αιχμαλωσία Capitals: ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ
Transliteration A: aichmalōsía Transliteration B: aichmalōsia Transliteration C: aichmalosia Beta Code: ai)xmalwsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A captivity, D.S.20.61, LXX Am.1.15, al., Plu. Them.31.    II body of captives, D.S.17.70, LXX Nu.31.12,al.

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμᾰλωσία: ἡ, (ἅλωσις), ἡ διὰ τῆς αἰχμῆς ἅλωσις, ἡ ἐν πολέμῳ αἰχμαλωσίαἁπλῶς αἰχμαλωσία, Διοδ. 20. 61. ΙΙ. σῶμα ἐξ αἰχμαλώτων ἀποτελούμενον, πλῆθος, ὁ αὐτ. 17. 70, Ἑβδ., Κ. Δ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
captivité de guerre, captivité en gén.
Étymologie: αἰχμάλωτος.