ἀκροχορδών: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκροχορδών''': -όνος, ἡ, ([[χορδή]]) [[σάρκωμα]] ἔχον [[λεπτὸν]] λαιμὸν (κρεατοελῃά), Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλουτ. Φαβ. 1, Γαλην., κτλ., διακρίνεται δὲ τοῦ ὀνόματος μυρμήκια, τά, Παῦλ. Αἰγ. 4. 15.
|lstext='''ἀκροχορδών''': -όνος, ἡ, ([[χορδή]]) [[σάρκωμα]] ἔχον [[λεπτὸν]] λαιμὸν (κρεατοελῃά), Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλουτ. Φαβ. 1, Γαλην., κτλ., διακρίνεται δὲ τοῦ ὀνόματος μυρμήκια, τά, Παῦλ. Αἰγ. 4. 15.
}}
{{bailly
|btext=όνος (τό) :<br />verrue avec une petite queue mince.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[χορδή]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 85] όνος, ἡ (στενην ἔχει βάσιν ὡς δοκεῖν ἐκκεκρεμάσθαι ἄκρῳ χορδῆς ὡμοιωμένη, Paul. Aeg.), Warze mit dünnem Stiele, Plut. Fab. 1, u. sonst; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροχορδών: -όνος, ἡ, (χορδή) σάρκωμα ἔχον λεπτὸν λαιμὸν (κρεατοελῃά), Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλουτ. Φαβ. 1, Γαλην., κτλ., διακρίνεται δὲ τοῦ ὀνόματος μυρμήκια, τά, Παῦλ. Αἰγ. 4. 15.

French (Bailly abrégé)

όνος (τό) :
verrue avec une petite queue mince.
Étymologie: ἄκρος, χορδή.