ἀκουστός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκουστός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀκούω]], ὁ δυνάμενος νὰ ἀκουσθῇ, ὁ ἀκουόμενος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 512, Πλάτ., κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[θεατός]], Ἰσοκρ. 42C. II. ὅ,τι πρέπει νὰ ἀκουσθῇ, Σοφ.· Ο. Τ. 1312· ἀκοῦσαι δ’ οὐκ ἀκούσθ’ [[ὅμως]] [[θέλω]], Εὐρ. Ἀνδρ. 1084. | |lstext='''ἀκουστός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀκούω]], ὁ δυνάμενος νὰ ἀκουσθῇ, ὁ ἀκουόμενος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 512, Πλάτ., κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[θεατός]], Ἰσοκρ. 42C. II. ὅ,τι πρέπει νὰ ἀκουσθῇ, Σοφ.· Ο. Τ. 1312· ἀκοῦσαι δ’ οὐκ ἀκούσθ’ [[ὅμως]] [[θέλω]], Εὐρ. Ἀνδρ. 1084. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’on doit entendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκούω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A heard, audible, h.Merc.512, Hp.Insomn.86, Pl.Ti.33c, Phld.Herc. 698.20, etc.; opp. θεατός, Isoc.2.49. II that should be heard, with neg., δεινόν, οὐκ ἀ. S.OT1312, cf. E.Andr.1084.
German (Pape)
[Seite 78] hörbar, Xen. Cyr. 1, 6, 2; Isocr. 2, 49 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀκούω, ὁ δυνάμενος νὰ ἀκουσθῇ, ὁ ἀκουόμενος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 512, Πλάτ., κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θεατός, Ἰσοκρ. 42C. II. ὅ,τι πρέπει νὰ ἀκουσθῇ, Σοφ.· Ο. Τ. 1312· ἀκοῦσαι δ’ οὐκ ἀκούσθ’ ὅμως θέλω, Εὐρ. Ἀνδρ. 1084.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut ou qu’on doit entendre.
Étymologie: ἀκούω.