ἀγρευτήρ: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγρευτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Θεόκρ. 21. 6, Καλλ. Ἄρτ. 218, Ἀνθ. Π. 7. 578. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀγρ. κύνες, Ὀππ. Κυν. 3. 456· ἀγρευτῆρι λίνῳ, ὅ ἐ. διὰ δικτύου ἁλιευτικοῦ, Μανέθ. 5. 279.
|lstext='''ἀγρευτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Θεόκρ. 21. 6, Καλλ. Ἄρτ. 218, Ἀνθ. Π. 7. 578. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀγρ. κύνες, Ὀππ. Κυν. 3. 456· ἀγρευτῆρι λίνῳ, ὅ ἐ. διὰ δικτύου ἁλιευτικοῦ, Μανέθ. 5. 279.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />chasseur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρευτήρ Medium diacritics: ἀγρευτήρ Low diacritics: αγρευτήρ Capitals: ΑΓΡΕΥΤΗΡ
Transliteration A: agreutḗr Transliteration B: agreutēr Transliteration C: agreftir Beta Code: a)greuth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = sq., Theoc.21.6, Call.Dian.218, AP7.578 (Agath.).    II as Adj., ἀ. κύνες Opp.C.3.456; ἀγρευτῆρι λίνῳ, i.e. with fishing-net, Man.5.279.

German (Pape)

[Seite 22] ῆρος, ὁ, der Fänger, Jäger, Callim. Dian. 218; ἰχθύος Theocr. 21, 6; auch adj., ἄνδρες Opp. C. 1, 35; κύνες 3, 456; ἀγρευτῆρι λίνῳ Man. 5, 279.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρευτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Θεόκρ. 21. 6, Καλλ. Ἄρτ. 218, Ἀνθ. Π. 7. 578. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀγρ. κύνες, Ὀππ. Κυν. 3. 456· ἀγρευτῆρι λίνῳ, ὅ ἐ. διὰ δικτύου ἁλιευτικοῦ, Μανέθ. 5. 279.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: ἀγρεύω.