ἀμετροεπής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμετροεπής''': -ές, [[ἄμετρος]] ἐν τῷ λέγειν, [[ἀχαλίνωτος]] τὴν γλῶσσαν, [[φλύαρος]], Ἰλ. Β. 212. | |lstext='''ἀμετροεπής''': -ές, [[ἄμετρος]] ἐν τῷ λέγειν, [[ἀχαλίνωτος]] τὴν γλῶσσαν, [[φλύαρος]], Ἰλ. Β. 212. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui bavarde sans mesure.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμετρος]], [[ἔπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A unbridled of tongue, Il.2.212, Ph. 1.616.
German (Pape)
[Seite 123] Hom. einmal, Iliad. 2, 212 Θερσίτης δ' ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα, ὅς ῥ' ἔπεα φρεσὶν ᾑσιν ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη, μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν; der dritte Vers erklärt das ἄκοσμα des zweiten, der zweite das ἀμετροεπής des ersten; also = maßlos im Reden, viel u. unziemlich schwatzend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετροεπής: -ές, ἄμετρος ἐν τῷ λέγειν, ἀχαλίνωτος τὴν γλῶσσαν, φλύαρος, Ἰλ. Β. 212.