ἀμφίβιος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίβιος''': -ον, ὁ διαβιῶν ἔν τε τῷ ὕδατι καὶ τῇ ξηρᾷ, «ὁ ἐν γῇ καὶ ὕδατι ζῆν δυνάμενος», Ἡσύχ. ἐπὶ βατράχων, Βατραχομ. 59· [[οὕτως]], ἀμφ. [[στόμα]] Ἀνθ. Π. 6. 43, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 368Β: ― Ὁ Θεόφραστος λέγει (Ἀποσπ. 12. 12) ὅτι τὴν λέξιν μετεχειρίσθη κατὰ πρῶτον ὁ Δημόκριτος.
|lstext='''ἀμφίβιος''': -ον, ὁ διαβιῶν ἔν τε τῷ ὕδατι καὶ τῇ ξηρᾷ, «ὁ ἐν γῇ καὶ ὕδατι ζῆν δυνάμενος», Ἡσύχ. ἐπὶ βατράχων, Βατραχομ. 59· [[οὕτως]], ἀμφ. [[στόμα]] Ἀνθ. Π. 6. 43, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 368Β: ― Ὁ Θεόφραστος λέγει (Ἀποσπ. 12. 12) ὅτι τὴν λέξιν μετεχειρίσθη κατὰ πρῶτον ὁ Δημόκριτος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui vit dans deux éléments (<i>sur terre et dans l’eau</i>), amphibie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[βίος]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίβιος Medium diacritics: ἀμφίβιος Low diacritics: αμφίβιος Capitals: ΑΜΦΙΒΙΟΣ
Transliteration A: amphíbios Transliteration B: amphibios Transliteration C: amfivios Beta Code: a)mfi/bios

English (LSJ)

ον,

   A living a double life, esp. amphibious, νομή, of frogs, Batr.59; ἀ. στόμα Pl.Epigr.2, cf. Ax.368b; θήρ Man.4.23; of plants, Thphr.HP1.4.3; ἀμφίβιον, τό, = ἀλόη, Ps.-Dsc.3.22:—said by Thphr. (Fr.171.12) to have been first used by Democr.    2 metaph., of the soul, denizen of two worlds, Plot.4.8.4; of man, Hierocl.in CA23p.468M.; ὁ κατὰ τὴν ζωὴν κόσμος ἐστὶν οἷον ἀμφίβιον Dam.Pr.81, cf. 85; φύσις ἀ. ib.399, cf. 400; of the moon, ἄστρον ἀ. πρὸς νύκτα καὶ ἡμέραν Max.Tyr.40.4; of Tiresias (who lived both as man and as woman), Luc.Astr.11.

German (Pape)

[Seite 136] doppellebig, auf dem Lande und im Wasser lebend, νόμος, doppelte Lebensweise, Batr. 59; nach Theophr. frg. 12, 12 zuerst von Demokrit gebraucht; Plat. Ax. 368 b; στόμα, des Frosches, Plat. 8 (VI, 43); τό, Amphibie, Plut. Symp. 2, 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβιος: -ον, ὁ διαβιῶν ἔν τε τῷ ὕδατι καὶ τῇ ξηρᾷ, «ὁ ἐν γῇ καὶ ὕδατι ζῆν δυνάμενος», Ἡσύχ. ἐπὶ βατράχων, Βατραχομ. 59· οὕτως, ἀμφ. στόμα Ἀνθ. Π. 6. 43, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 368Β: ― Ὁ Θεόφραστος λέγει (Ἀποσπ. 12. 12) ὅτι τὴν λέξιν μετεχειρίσθη κατὰ πρῶτον ὁ Δημόκριτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit dans deux éléments (sur terre et dans l’eau), amphibie.
Étymologie: ἀμφί, βίος.