ἀμετακίνητος: Difference between revisions
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμετακίνητος''': -ον, ὁ μὴ μετακινούμενος ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, [[ἀκίνητος]], [[ἀμετάβλητος]], Πλάτ. Ἐπιστ. 343Α, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18. - Ἐπίρρ. -τως ἔχειν = ἵστασθαι ἀκίνητον, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 4, 3. | |lstext='''ἀμετακίνητος''': -ον, ὁ μὴ μετακινούμενος ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, [[ἀκίνητος]], [[ἀμετάβλητος]], Πλάτ. Ἐπιστ. 343Α, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18. - Ἐπίρρ. -τως ἔχειν = ἵστασθαι ἀκίνητον, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 4, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />immuable, immobile.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μετακινέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be moved from place to place, immovable, Pl.Ep.343a, Arist. Ph.212a15; of persons, D.H.8.74. Adv. -τως, ἔχειν stand unmoved, Arist.EN1105a33, cf. Jul.Mis.348d, al.
German (Pape)
[Seite 122] unbeweglich, unveränderlich, Plat. Ep. VII, 343 a. – Adv., -τως ἔχειν Arist. Eth. 2. 4, 3, neben βεβαίως.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετακίνητος: -ον, ὁ μὴ μετακινούμενος ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, ἀκίνητος, ἀμετάβλητος, Πλάτ. Ἐπιστ. 343Α, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18. - Ἐπίρρ. -τως ἔχειν = ἵστασθαι ἀκίνητον, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
immuable, immobile.
Étymologie: ἀ, μετακινέω.