ἀμφίκρημνος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίκρημνος''': -ον, ὁ μεταξὺ κρημνῶν, ἦν δ’ [[ἄγκος]] ἀμφίκρημνον Εὐρ. Βάκχ. 1049. ΙΙ. μεταφ., [[ἀπάτη]] ἀμφ., ἐπικίνδυνος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 16· [[ἐρώτημα]] ἀμφίκρημνον, ἀπατηλόν, σοφιστικόν, Γρηγ. Ναζ.
|lstext='''ἀμφίκρημνος''': -ον, ὁ μεταξὺ κρημνῶν, ἦν δ’ [[ἄγκος]] ἀμφίκρημνον Εὐρ. Βάκχ. 1049. ΙΙ. μεταφ., [[ἀπάτη]] ἀμφ., ἐπικίνδυνος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 16· [[ἐρώτημα]] ἀμφίκρημνον, ἀπατηλόν, σοφιστικόν, Γρηγ. Ναζ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />entouré de précipices.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[κρημνός]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 140] rings mit schroffen Abhängen umgeben, ἄγκος Eur. Bacch. 1049; dah. gefährlich, ἀπάτη Luc. Philopatr. 16; ἐρώτημα, verfängliche Frage, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκρημνος: -ον, ὁ μεταξὺ κρημνῶν, ἦν δ’ ἄγκος ἀμφίκρημνον Εὐρ. Βάκχ. 1049. ΙΙ. μεταφ., ἀπάτη ἀμφ., ἐπικίνδυνος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 16· ἐρώτημα ἀμφίκρημνον, ἀπατηλόν, σοφιστικόν, Γρηγ. Ναζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré de précipices.
Étymologie: ἀμφί, κρημνός.