ἀμβλίσκω: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμβλίσκω''': Πλάτ., καὶ ἐν συνθέτ., ἐξαμβλόω (ὃ ἴδε): μέλλ. ἀμβλώσω (ἐξ-) Αἰλ.: ἀόρ. ἤμβλωσα Ἱππ. 600. 40. (ἐξ-) Πλάτ. Θεαίτ. 150Ε: πρκμ. (ἐξ-)ήμβλωκα, (ἐξ-)ήμβλωμαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 137, 139: ([[ἀμβλύς]]). Προξενῶ ἐξάμβλωσιν, ἀποβολήν, Σοφ. Ἀποσπ. 134, Πλάτ. Θεαίτ. 149D, [[ἔνθα]] ἴδε Σταλλβάμ. 2) περὶ αὐτῆς τῆς γυναικός, [[ἀποβάλλω]] διὰ βιαίων μέσων, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 450. 11, Πλουτ. Λυκοῦργ. 3, Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ὁ [[τύπος]] ἀμβλισκάνω ἀπαντᾷ παρὰ [[Πολυδ]]. Γ. 49, Μαξίμ. Τυρίῳ 179. ΙΙ. παθητ. ἀμβλόομαι, γεννῶμαι δι’ ἐξαμβλώσεως, [[γίνομαι]] ἢ εἶμαι [[ἐξάμβλωμα]], κἂν ... τὸ γινόμενον ἀμβλωθῇ, Ἀριστ. περὶ Ζ. γεν. 4. 4, 43‧ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ἐκβλαστημάτων ἢ ὀφθαλμῶν τῶν δένδρων, ἀμβλοῦνται, καίονται καὶ καταστρέφονται, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 14, 6. | |lstext='''ἀμβλίσκω''': Πλάτ., καὶ ἐν συνθέτ., ἐξαμβλόω (ὃ ἴδε): μέλλ. ἀμβλώσω (ἐξ-) Αἰλ.: ἀόρ. ἤμβλωσα Ἱππ. 600. 40. (ἐξ-) Πλάτ. Θεαίτ. 150Ε: πρκμ. (ἐξ-)ήμβλωκα, (ἐξ-)ήμβλωμαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 137, 139: ([[ἀμβλύς]]). Προξενῶ ἐξάμβλωσιν, ἀποβολήν, Σοφ. Ἀποσπ. 134, Πλάτ. Θεαίτ. 149D, [[ἔνθα]] ἴδε Σταλλβάμ. 2) περὶ αὐτῆς τῆς γυναικός, [[ἀποβάλλω]] διὰ βιαίων μέσων, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 450. 11, Πλουτ. Λυκοῦργ. 3, Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ὁ [[τύπος]] ἀμβλισκάνω ἀπαντᾷ παρὰ [[Πολυδ]]. Γ. 49, Μαξίμ. Τυρίῳ 179. ΙΙ. παθητ. ἀμβλόομαι, γεννῶμαι δι’ ἐξαμβλώσεως, [[γίνομαι]] ἢ εἶμαι [[ἐξάμβλωμα]], κἂν ... τὸ γινόμενον ἀμβλωθῇ, Ἀριστ. περὶ Ζ. γεν. 4. 4, 43‧ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ἐκβλαστημάτων ἢ ὀφθαλμῶν τῶν δένδρων, ἀμβλοῦνται, καίονται καὶ καταστρέφονται, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 14, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire avorter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμβλύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
Pl.Tht.149d: ἀμβλισκάνω, Max.Tyr.16.4, Poll.3.49; cf. ἀβλύσκω:—also ἀμβλόω J.Ap.2.24, ἀμβλώω Max.172,
A -ώεσθαι 197, and in comp. ἐξ-αμβλόω (q. v.): fut. ἀμβλώσω Gp.14.14, (ἐξ-) Ael.NA13.27: aor. ἤμβλωσα Hp.Mul.1.25, Ael.VH13.6, (ἐξ-) Pl. Tht.150e: pf. (ἐξ-) ήμβλωκα, (ἐξ-) ήμβλωμαι, Ar.Nu.137,139: (ἀμβλύς):—cause to miscarry, S.Fr.132, Pl.Tht.149d. 2 of the woman, bring on miscarriage, Muson.Fr.15A p.77H., Plu.Lyc.3, Ael.VH13.6. 3 intr., miscarry, Procop.Pers.2.22. II ἀμβλόω, usu. in Pass. ἀμβλόομαι, to be abortive, κἂν . . τὸ γινόμενον ἀμβλωθῇ Arist.GA773a1: also of eyes of vines, ἀμβλοῦνται they go 'blind', Thphr.HP4.14.6; rarein Act., Ph.2.580: metaph., ἀμβλώσαντες καὶ ἐπιφράξαντες ἀργὸν τὸ μεγαλοφυὲς κατέλιπον 1.637.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλίσκω: Πλάτ., καὶ ἐν συνθέτ., ἐξαμβλόω (ὃ ἴδε): μέλλ. ἀμβλώσω (ἐξ-) Αἰλ.: ἀόρ. ἤμβλωσα Ἱππ. 600. 40. (ἐξ-) Πλάτ. Θεαίτ. 150Ε: πρκμ. (ἐξ-)ήμβλωκα, (ἐξ-)ήμβλωμαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 137, 139: (ἀμβλύς). Προξενῶ ἐξάμβλωσιν, ἀποβολήν, Σοφ. Ἀποσπ. 134, Πλάτ. Θεαίτ. 149D, ἔνθα ἴδε Σταλλβάμ. 2) περὶ αὐτῆς τῆς γυναικός, ἀποβάλλω διὰ βιαίων μέσων, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 450. 11, Πλουτ. Λυκοῦργ. 3, Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ὁ τύπος ἀμβλισκάνω ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Γ. 49, Μαξίμ. Τυρίῳ 179. ΙΙ. παθητ. ἀμβλόομαι, γεννῶμαι δι’ ἐξαμβλώσεως, γίνομαι ἢ εἶμαι ἐξάμβλωμα, κἂν ... τὸ γινόμενον ἀμβλωθῇ, Ἀριστ. περὶ Ζ. γεν. 4. 4, 43‧ ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ἐκβλαστημάτων ἢ ὀφθαλμῶν τῶν δένδρων, ἀμβλοῦνται, καίονται καὶ καταστρέφονται, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 14, 6.
French (Bailly abrégé)
faire avorter.
Étymologie: ἀμβλύς.