ἀμέριστος: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμέριστος''': -ον, [[ἀδιαίρετος]], ὁ μὴ δυνάμενος νὰ διαιρεθῇ, ἄτομος, Πλάτ. Θεαίτ. 205C, Τίμ. 35Α, Ἀριστ., κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως Ἰάμβλ., κτλ.
|lstext='''ἀμέριστος''': -ον, [[ἀδιαίρετος]], ὁ μὴ δυνάμενος νὰ διαιρεθῇ, ἄτομος, Πλάτ. Θεαίτ. 205C, Τίμ. 35Α, Ἀριστ., κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως Ἰάμβλ., κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non partagé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μερίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέριστος Medium diacritics: ἀμέριστος Low diacritics: αμέριστος Capitals: ΑΜΕΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: améristos Transliteration B: ameristos Transliteration C: ameristos Beta Code: a)me/ristos

English (LSJ)

ον,

   A undivided, indivisible, Pl.Tht.205c, Ti.35a, Dam. ap. Simp.in Ph.625.4, Procl.Theol.Plat.1.4: Comp., Id.Inst.62. Adv. -τως Iamb.Myst.1.9, Jul.Or.4.157a, Syrian.in Metaph.107.6.    II Astrol., in act. sense, not imparting, ἀστέρες ἀ. τῶν ἰδίων ἀγαθῶν Vett.Val.64.3.

German (Pape)

[Seite 122] ungetheilt, οὐσία Plat. Tim. 35 a; adv.; Plut.; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέριστος: -ον, ἀδιαίρετος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ διαιρεθῇ, ἄτομος, Πλάτ. Θεαίτ. 205C, Τίμ. 35Α, Ἀριστ., κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως Ἰάμβλ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non partagé.
Étymologie: ἀ, μερίζω.