ἀμφιστέλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιστέλλομαι''': μέσ., περιβάλλομαι, ἐνδύομαι, στολίζομαι, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένα Θεόκρ. 2. 74.
|lstext='''ἀμφιστέλλομαι''': μέσ., περιβάλλομαι, ἐνδύομαι, στολίζομαι, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένα Θεόκρ. 2. 74.
}}
{{bailly
|btext=se revêtir de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[στέλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιστέλλομαι Medium diacritics: ἀμφιστέλλομαι Low diacritics: αμφιστέλλομαι Capitals: ΑΜΦΙΣΤΕΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: amphistéllomai Transliteration B: amphistellomai Transliteration C: amfistellomai Beta Code: a)mfiste/llomai

English (LSJ)

Med.,

   A fold round oneself, deck oneself in, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένη Theoc.2.74.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιστέλλομαι: μέσ., περιβάλλομαι, ἐνδύομαι, στολίζομαι, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένα Θεόκρ. 2. 74.

French (Bailly abrégé)

se revêtir de, acc..
Étymologie: ἀμφί, στέλλω.