ἀμύντωρ: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμύντωρ''': -ορος, ὁ, ποιητ. [[ὄνομα]], βοηθός, [[ὑπερασπιστής]], Ἰλ. Ν. 384, Ὀδ. Β. 326, κτλ. 2) ὁ ἀποκρούων, ἀπωθῶν, [[οἶνον]] ἀμύντορα δυσφροσυνάων (ἢ -ᾶν) Σιμων. ἔκδ. Γαισφ. τόμ. 1. σ. 394. 3) ὁ [[ἐκδικητής]], πατρὸς Εὐρ. Ὀρ. 1588. Πρβλ. [[ἀμυντήρ]]. | |lstext='''ἀμύντωρ''': -ορος, ὁ, ποιητ. [[ὄνομα]], βοηθός, [[ὑπερασπιστής]], Ἰλ. Ν. 384, Ὀδ. Β. 326, κτλ. 2) ὁ ἀποκρούων, ἀπωθῶν, [[οἶνον]] ἀμύντορα δυσφροσυνάων (ἢ -ᾶν) Σιμων. ἔκδ. Γαισφ. τόμ. 1. σ. 394. 3) ὁ [[ἐκδικητής]], πατρὸς Εὐρ. Ὀρ. 1588. Πρβλ. [[ἀμυντήρ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ) :<br />défenseur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμύνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ, poet. word,
A defender, helper, Il.13.384 (as v.l.), Od.2.326, etc. 2 repeller, δυσφροσυνάων Simon.86. 3 avenger, πατρός E.Or.1588.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύντωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ὄνομα, βοηθός, ὑπερασπιστής, Ἰλ. Ν. 384, Ὀδ. Β. 326, κτλ. 2) ὁ ἀποκρούων, ἀπωθῶν, οἶνον ἀμύντορα δυσφροσυνάων (ἢ -ᾶν) Σιμων. ἔκδ. Γαισφ. τόμ. 1. σ. 394. 3) ὁ ἐκδικητής, πατρὸς Εὐρ. Ὀρ. 1588. Πρβλ. ἀμυντήρ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
défenseur.
Étymologie: ἀμύνω.