ἀνάλαμψις: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάλαμψις''': -εως, ἡ, τὸ ἀναλάμπειν, ἐκλάμπειν, τὰς ἀναλάμψεις εὐμενεῖς ... ἔχουσιν Πλούτ. 2. 419F. | |lstext='''ἀνάλαμψις''': -εως, ἡ, τὸ ἀναλάμπειν, ἐκλάμπειν, τὰς ἀναλάμψεις εὐμενεῖς ... ἔχουσιν Πλούτ. 2. 419F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />splendeur, éclat.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναλάμπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A shining forth, τοῦ νοητοῦ φωτός Ph.1.7; ἀ. εὐμενεῖς ἔχειν Plu.2.419f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλαμψις: -εως, ἡ, τὸ ἀναλάμπειν, ἐκλάμπειν, τὰς ἀναλάμψεις εὐμενεῖς ... ἔχουσιν Πλούτ. 2. 419F.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
splendeur, éclat.
Étymologie: ἀναλάμπω.