ἀναλθής: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναλθής''': -ές, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος θεραπείαν, [[ἀνίατος]], [[ἑλκύδριον]] Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 829. πρβλ. Ἀρκτῖν. παρὰ Σχολ. εἰς Ἰλ. Λ. 515 (Düntzer σ. 22). 2) ὁ μὴ θεραπεύων, [[ἀνίσχυρος]] πρὸς θεραπείαν, φάρμακα Βίων 7 (11). 4. ― Ὁ Ἡσύχιος ἑρμηνεύει: «ἀναλθές· ἀνίατον· ἀνυγίαστον: ἀναίσθητον».
|lstext='''ἀναλθής''': -ές, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος θεραπείαν, [[ἀνίατος]], [[ἑλκύδριον]] Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 829. πρβλ. Ἀρκτῖν. παρὰ Σχολ. εἰς Ἰλ. Λ. 515 (Düntzer σ. 22). 2) ὁ μὴ θεραπεύων, [[ἀνίσχυρος]] πρὸς θεραπείαν, φάρμακα Βίων 7 (11). 4. ― Ὁ Ἡσύχιος ἑρμηνεύει: «ἀναλθές· ἀνίατον· ἀνυγίαστον: ἀναίσθητον».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> incurable;<br /><b>2</b> inefficace.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀλθαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλθής Medium diacritics: ἀναλθής Low diacritics: αναλθής Capitals: ΑΝΑΛΘΗΣ
Transliteration A: analthḗs Transliteration B: analthēs Transliteration C: analthis Beta Code: a)nalqh/s

English (LSJ)

ές,

   A not to be healed, ἑλκύδριον Hp.Art.63, cf. Arctin.Iliup. 5, Aret.SD1.7, Q.S.3.84.    2 not healing, powerless to heal, φάρμακα Bion Fr.13.4.    3 deadly, inflicting incurable wounds, Opp. C.2.424.

German (Pape)

[Seite 196] ές, unheilbar, Hippocr.; – nicht heilsam, φάρμακα Bion 7, 4; dah. gefährlich, Qu. Sm. 9, 387; ἄτη Man. 2, 499.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλθής: -ές, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος θεραπείαν, ἀνίατος, ἑλκύδριον Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 829. πρβλ. Ἀρκτῖν. παρὰ Σχολ. εἰς Ἰλ. Λ. 515 (Düntzer σ. 22). 2) ὁ μὴ θεραπεύων, ἀνίσχυρος πρὸς θεραπείαν, φάρμακα Βίων 7 (11). 4. ― Ὁ Ἡσύχιος ἑρμηνεύει: «ἀναλθές· ἀνίατον· ἀνυγίαστον: ἀναίσθητον».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 incurable;
2 inefficace.
Étymologie: ἀ, ἀλθαίνω.