ἀναστατήρ: Difference between revisions
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναστᾰτήρ''': ὁ, ὁ ποιῶν ἀνάστατον, ὁ καταστρέφων, ὁ ἐρημῶν, ὡς ὄντ’ ἀναστατῆρα Καδμείων χθόνος Αἰσχύλ. Θ. 1015, Χο. 303. | |lstext='''ἀναστᾰτήρ''': ὁ, ὁ ποιῶν ἀνάστατον, ὁ καταστρέφων, ὁ ἐρημῶν, ὡς ὄντ’ ἀναστατῆρα Καδμείων χθόνος Αἰσχύλ. Θ. 1015, Χο. 303. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />destructeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A destroyer, A.Th.1020, Ch.303.
German (Pape)
[Seite 208] ῆρος, ὁ, Zerstörer, Verwüster, Aesch. Καδμείας χθονός, Τροίας, Sept. 1006 Ch. 301.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστᾰτήρ: ὁ, ὁ ποιῶν ἀνάστατον, ὁ καταστρέφων, ὁ ἐρημῶν, ὡς ὄντ’ ἀναστατῆρα Καδμείων χθόνος Αἰσχύλ. Θ. 1015, Χο. 303.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
destructeur.
Étymologie: ἀνίστημι.