ἀναστέφω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναστέφω''': μέλλ. -ψω: ‒ [[στέφω]], στεφανώνω: τὸν σὸν [[κρᾶτα]] Εὐρ. Ἀποσπ. 243· ἀν. στεφάνοισι [[αὐτόθι]] 362. 48: ‒ Παθ., ἀνέστεμμαι [[κάρα]]... φύλλοις, ἔχω τὴν κεφαλήν μου ἐστεμμένην διὰ φύλλων, ὁ αὐτὸς Ἱππ. 806. ΙΙ. δάφνας κλῶνας ἀναστέφεσθαι, περιτίθεσθαι στέφανον ἐκ κλωνῶν δάφνης, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 786.
|lstext='''ἀναστέφω''': μέλλ. -ψω: ‒ [[στέφω]], στεφανώνω: τὸν σὸν [[κρᾶτα]] Εὐρ. Ἀποσπ. 243· ἀν. στεφάνοισι [[αὐτόθι]] 362. 48: ‒ Παθ., ἀνέστεμμαι [[κάρα]]... φύλλοις, ἔχω τὴν κεφαλήν μου ἐστεμμένην διὰ φύλλων, ὁ αὐτὸς Ἱππ. 806. ΙΙ. δάφνας κλῶνας ἀναστέφεσθαι, περιτίθεσθαι στέφανον ἐκ κλωνῶν δάφνης, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 786.
}}
{{bailly
|btext=<i>pf. Pass.</i> ἀνέστεμμαι;<br />couronner ; <i>Pass.</i> ἀνέστεμμαι [[κάρα]] φύλλοις EUR j’ai la tête couronnée de feuilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[στέφω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστέφω Medium diacritics: ἀναστέφω Low diacritics: αναστέφω Capitals: ΑΝΑΣΤΕΦΩ
Transliteration A: anastéphō Transliteration B: anastephō Transliteration C: anastefo Beta Code: a)naste/fw

English (LSJ)

   A crown, wreath, τὸν σὸν κρᾶτα E.Fr.243; ἀ. στεφάνοισι ib.362.48; στόρνῃσιν Call.Hec.1.1.15:—Pass., ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις I have my head wreathed with leaves, E.Hipp.806; but also δάφνας κλῶνας ἀναστέφεται Epigr.Gr.786.

German (Pape)

[Seite 209] dasselbe, Plut. Thes. 22; pass. ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις Eur. Hipp. 806.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστέφω: μέλλ. -ψω: ‒ στέφω, στεφανώνω: τὸν σὸν κρᾶτα Εὐρ. Ἀποσπ. 243· ἀν. στεφάνοισι αὐτόθι 362. 48: ‒ Παθ., ἀνέστεμμαι κάρα... φύλλοις, ἔχω τὴν κεφαλήν μου ἐστεμμένην διὰ φύλλων, ὁ αὐτὸς Ἱππ. 806. ΙΙ. δάφνας κλῶνας ἀναστέφεσθαι, περιτίθεσθαι στέφανον ἐκ κλωνῶν δάφνης, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 786.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. ἀνέστεμμαι;
couronner ; Pass. ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις EUR j’ai la tête couronnée de feuilles.
Étymologie: ἀνά, στέφω.