ἀνδρηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρηλάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἐλαύνω]]) ὁ ἀποδιώκων τινὰ ἀπὸ τῆς ἑστίας [[αὐτοῦ]], ἰδίως ὁ [[ἐκδικητής]] τοῦ αἵματος, ἐν περιπτώσει φόνου, Αἰσχύλ. Θ. 637, πρβλ. Ρουγκ. Τίμ., Μυλλ. Εὐμεν. § 44.
|lstext='''ἀνδρηλάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἐλαύνω]]) ὁ ἀποδιώκων τινὰ ἀπὸ τῆς ἑστίας [[αὐτοῦ]], ἰδίως ὁ [[ἐκδικητής]] τοῦ αἵματος, ἐν περιπτώσει φόνου, Αἰσχύλ. Θ. 637, πρβλ. Ρουγκ. Τίμ., Μυλλ. Εὐμεν. § 44.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui chasse un homme de ses foyers, qui bannit un homme (en punition d’un crime de sang).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[ἐλαύνω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρηλᾰτης Medium diacritics: ἀνδρηλάτης Low diacritics: ανδρηλάτης Capitals: ΑΝΔΡΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: andrēlátēs Transliteration B: andrēlatēs Transliteration C: andrilatis Beta Code: a)ndrhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ον, ὁ,

   A he that drives one from his home, dub.l. in A.Th.637, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 217] ὁ, Aesch. Spt. 619, der in die Verbannung jagt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἀποδιώκων τινὰ ἀπὸ τῆς ἑστίας αὐτοῦ, ἰδίως ὁ ἐκδικητής τοῦ αἵματος, ἐν περιπτώσει φόνου, Αἰσχύλ. Θ. 637, πρβλ. Ρουγκ. Τίμ., Μυλλ. Εὐμεν. § 44.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui chasse un homme de ses foyers, qui bannit un homme (en punition d’un crime de sang).
Étymologie: ἀνήρ, ἐλαύνω.