ἀναταράσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναταράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ταράττω, «ἀνακατώνω», θολώνω, [[ὅταν]] ἐν τοῖς ἀμμώδεσιν ἢ θολώδεσιν ἀναταράξας κρύψῃ ἑαυτόν, ἐπὶ τοῦ θαλασσίου βατράχου, τοῦ ἐπικαλουμένου ἁλιέως, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37, 2: ― Παθ., οὖρα ἀνατεταραγμένα, θολά, Ἱππ. Ἀφ. 1252, πρβλ. Ἐπιδ. 1. 976. ΙΙ. ἀνακινῶ, [[ἐξερεθίζω]], προξενῶ ἔξαψιν, [[διεγείρω]] εἰς μανίαν, Σοφ. Τρ. 218: ― [[συγχέω]], Πλάτ. Φαίδων 88C: ― ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο [τὸ [[στράτευμα]]] = ἐν ἀταξίᾳ, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 20.
|lstext='''ἀναταράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ταράττω, «ἀνακατώνω», θολώνω, [[ὅταν]] ἐν τοῖς ἀμμώδεσιν ἢ θολώδεσιν ἀναταράξας κρύψῃ ἑαυτόν, ἐπὶ τοῦ θαλασσίου βατράχου, τοῦ ἐπικαλουμένου ἁλιέως, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37, 2: ― Παθ., οὖρα ἀνατεταραγμένα, θολά, Ἱππ. Ἀφ. 1252, πρβλ. Ἐπιδ. 1. 976. ΙΙ. ἀνακινῶ, [[ἐξερεθίζω]], προξενῶ ἔξαψιν, [[διεγείρω]] εἰς μανίαν, Σοφ. Τρ. 218: ― [[συγχέω]], Πλάτ. Φαίδων 88C: ― ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο [τὸ [[στράτευμα]]] = ἐν ἀταξίᾳ, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 20.
}}
{{bailly
|btext=troubler profondément ; ἀνατεταραγμένον πορεύεσθαι XÉN marcher en désordre <i>en parl. d’une armée</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ταράσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατᾰράσσω Medium diacritics: ἀναταράσσω Low diacritics: αναταράσσω Capitals: ΑΝΑΤΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: anatarássō Transliteration B: anatarassō Transliteration C: anatarasso Beta Code: a)natara/ssw

English (LSJ)

Att. ἀναταράττω,

   A stir up the mud, Arist.HA620b16:— Pass., οὖρα ἀνατεταραγμένα thick urine, Hp.Aph.4.70, cf. Epid.1.26.δ.    II rouse to frenzy, S.Tr.218; confound, Pl.Phd.88c:— Pass., ἀνατεταραγμένος πορεύεσθαι march in disorder, X.An.1.7.20.

German (Pape)

[Seite 210] (s. ταράσσω), aufrühren, aufregen, Soph. Tr. 217, Schol. παρορμᾷ; in Verwirrung bringen, Plat. Phaed. 88 c; στράτευμα ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο, marschirte in Unordnung, Xen. An. 1, 7, 19; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναταράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ταράττω, «ἀνακατώνω», θολώνω, ὅταν ἐν τοῖς ἀμμώδεσιν ἢ θολώδεσιν ἀναταράξας κρύψῃ ἑαυτόν, ἐπὶ τοῦ θαλασσίου βατράχου, τοῦ ἐπικαλουμένου ἁλιέως, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37, 2: ― Παθ., οὖρα ἀνατεταραγμένα, θολά, Ἱππ. Ἀφ. 1252, πρβλ. Ἐπιδ. 1. 976. ΙΙ. ἀνακινῶ, ἐξερεθίζω, προξενῶ ἔξαψιν, διεγείρω εἰς μανίαν, Σοφ. Τρ. 218: ― συγχέω, Πλάτ. Φαίδων 88C: ― ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο [τὸ στράτευμα] = ἐν ἀταξίᾳ, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 20.

French (Bailly abrégé)

troubler profondément ; ἀνατεταραγμένον πορεύεσθαι XÉN marcher en désordre en parl. d’une armée.
Étymologie: ἀνά, ταράσσω.