ἀνένδεκτος: Difference between revisions
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνένδεκτος''': -ον, [[ἀπαράδεκτος]], [[ἀδύνατος]], ἀνένδεκτόν ἐστι μὴ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 1, Ἀρτεμίδ. 2. 70. ― Ἐπίρρ. -κτως Ν. Χων. θησ. ὀρθοδ. σ. 61, ἔκδ. Μί. | |lstext='''ἀνένδεκτος''': -ον, [[ἀπαράδεκτος]], [[ἀδύνατος]], ἀνένδεκτόν ἐστι μὴ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 1, Ἀρτεμίδ. 2. 70. ― Ἐπίρρ. -κτως Ν. Χων. θησ. ὀρθοδ. σ. 61, ἔκδ. Μί. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />inadmissible, impossible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐνδέχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A inadmissible, impossible, Ev.Luc.17.1, Artem.2.70.
German (Pape)
[Seite 223] unzulässig, unmöglich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνένδεκτος: -ον, ἀπαράδεκτος, ἀδύνατος, ἀνένδεκτόν ἐστι μὴ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 1, Ἀρτεμίδ. 2. 70. ― Ἐπίρρ. -κτως Ν. Χων. θησ. ὀρθοδ. σ. 61, ἔκδ. Μί.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inadmissible, impossible.
Étymologie: ἀ, ἐνδέχομαι.