ἀντιπάθεια: Difference between revisions
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιπάθεια''': ἡ, τὸ πάσχειν ἐξ ἄλλου, λυπεῖ ... τὸν στερόμενον τῶν ἀγαθῶν ἡ [[ἀντιπάθεια]] τῶν κακῶν Πλάτ. Ἀξ. 370Α, πρβλ. Αἰσχίν. Σωκρατικ. Διάλ. 3. 16. ΙΙ. [[διάθεσις]] ἐναντία πρὸς τινα, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλούτ. 2. 952D, κ. ἀλλ.: ― ἐν τῇ μετρικῇ, ἀντισπαστικὴ ἢ χοριαμβικὴ [[κίνησις]] συνισταμένη ἐξ ἰάμβου καὶ τροχαίου υ-΄-΄υ. Ἴδε ἐν λέξει [[ἀντίσπαστος]] ΙΙ. | |lstext='''ἀντιπάθεια''': ἡ, τὸ πάσχειν ἐξ ἄλλου, λυπεῖ ... τὸν στερόμενον τῶν ἀγαθῶν ἡ [[ἀντιπάθεια]] τῶν κακῶν Πλάτ. Ἀξ. 370Α, πρβλ. Αἰσχίν. Σωκρατικ. Διάλ. 3. 16. ΙΙ. [[διάθεσις]] ἐναντία πρὸς τινα, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλούτ. 2. 952D, κ. ἀλλ.: ― ἐν τῇ μετρικῇ, ἀντισπαστικὴ ἢ χοριαμβικὴ [[κίνησις]] συνισταμένη ἐξ ἰάμβου καὶ τροχαίου υ-΄-΄υ. Ἴδε ἐν λέξει [[ἀντίσπαστος]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />sentiment <i>ou</i> affection contraire, antipathie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιπαθής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰθ], ἡ,
A suffering instead, λυπεῖ τὸν στερόμενον τῶν ἀγαθῶν ἡ ἀ. κακῶν Pl.Ax.370a. II opposition, contrast, τῆς γῆς πρὸς τὴν αἰθέρα Plu.2.952d. III counteraction, antipathy, S.E.P.1.43, Archig. ap. Philum.Ven.14.4, Sor.2.42. IV in Metric, of opposed rhythms, ἡ κατ' ἀντιπάθειαν μεῖξις Heph.14, cf. Aristid.Quint. 1.28. V contrary affection, Str.3.5.7; περὶ συμπαθειῶν καὶ ἀντιπαθειῶν, title of work by Bolus, Suid. s.v. Βῶλος, etc.
German (Pape)
[Seite 256] ἡ, entgegengesetzte Neigung oder Eigenschaft; Abneigung, Plut. u. a. Sp.; κακῶν, das Gefühl des Unglücks, welches an die Stelle des entgegengesetzten Gefühls tritt, Plat. Axioch. 370 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπάθεια: ἡ, τὸ πάσχειν ἐξ ἄλλου, λυπεῖ ... τὸν στερόμενον τῶν ἀγαθῶν ἡ ἀντιπάθεια τῶν κακῶν Πλάτ. Ἀξ. 370Α, πρβλ. Αἰσχίν. Σωκρατικ. Διάλ. 3. 16. ΙΙ. διάθεσις ἐναντία πρὸς τινα, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλούτ. 2. 952D, κ. ἀλλ.: ― ἐν τῇ μετρικῇ, ἀντισπαστικὴ ἢ χοριαμβικὴ κίνησις συνισταμένη ἐξ ἰάμβου καὶ τροχαίου υ-΄-΄υ. Ἴδε ἐν λέξει ἀντίσπαστος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sentiment ou affection contraire, antipathie.
Étymologie: ἀντιπαθής.