ἀόρατος: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀόρᾱτος''': -ον, ὁ μὴ ὁρώμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἴδη, Πλάτ. Φαίδων 85Ε, κτλ. [[ἀόρατος]] ὄψιν Ἄλεξ. ἐν «Ὕπνῳ» 1.5· τραῦμ’ ἀόρατον [[ἔρως]] Ἀνθ. Πλαν. 198· τὸ μέλλον ἀόρατον Ἰσοκρ. 8Β· τὸ ἀόρατον, ὁ [[ἀόρατος]] [[κόσμος]], ὁ [[ἄλλος]] [[κόσμος]], ἐξ οὐρανοῦ καὶ τοῦ ἀορ. Πλάτ. Σοφ. 246Α, πρβλ. Θεαίτ. 155Ε, κ. ἀλλ.· τὰν ἀ. ἀτραπιτὸν βιότου, τὴν σκοτεινήν, τὴν ἄδηλον ἀτραπὸν τοῦ βίου, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2892. 2: ― Ἐπίρρ. ἀοράτως Πλούτ. 2.891Α. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ ἰδών, ἄπειροι δὲ καὶ ἀόρατοι παντὸς κακοῦ Πολύβ. 2. 21, 2., 3, 108, 6: ἀπολ., Λουκ. Ἁλκ. 3. | |lstext='''ἀόρᾱτος''': -ον, ὁ μὴ ὁρώμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἴδη, Πλάτ. Φαίδων 85Ε, κτλ. [[ἀόρατος]] ὄψιν Ἄλεξ. ἐν «Ὕπνῳ» 1.5· τραῦμ’ ἀόρατον [[ἔρως]] Ἀνθ. Πλαν. 198· τὸ μέλλον ἀόρατον Ἰσοκρ. 8Β· τὸ ἀόρατον, ὁ [[ἀόρατος]] [[κόσμος]], ὁ [[ἄλλος]] [[κόσμος]], ἐξ οὐρανοῦ καὶ τοῦ ἀορ. Πλάτ. Σοφ. 246Α, πρβλ. Θεαίτ. 155Ε, κ. ἀλλ.· τὰν ἀ. ἀτραπιτὸν βιότου, τὴν σκοτεινήν, τὴν ἄδηλον ἀτραπὸν τοῦ βίου, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2892. 2: ― Ἐπίρρ. ἀοράτως Πλούτ. 2.891Α. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ ἰδών, ἄπειροι δὲ καὶ ἀόρατοι παντὸς κακοῦ Πολύβ. 2. 21, 2., 3, 108, 6: ἀπολ., Λουκ. Ἁλκ. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />invisible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὁράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unseen, invisible, Pl.Phd.85e, etc.; ἀόρατος ὄψιν Alex.240.5; τραῦμ' ἀ., ἔρως APl.4.198 (Maec.); ἀ. τὸ μέλλον Isoc.1.29; τὸ ἀόρατον the unseen world, the unseen, ἐξ οὐρανοῦ καὶ τοῦ ἀ. Pl.Sph.246a, cf. Tht.155e, al.: τὰν ἀ. ἀτραπιτὸν βιότου obscure, Epigr.Gr.223 (Milet.); ἀ. κατὰ δόξαν Ath.12.511d; τὸν ἀ. ὡς ὁρῶν Ep.Hebr.11.27. Adv. -τως Ph.1.157, Placit.2.24.5. II Act., not having seen, without experience of, παντὸς κακοῦ, δεινοῦ, Plb. 2.21.2, 3.108.6: abs., Luc.Halc.3.
German (Pape)
[Seite 272] 1) unsichtbar, Plat. öfter, διὰ σμικρότητα Tim. 43 a; ἀόρατον τὸ μέλλον Isocr. 1, 29, u. sonst; ἀοράτως, ohne daß es bemerkt wird, Plut. plac. phil. 2, 24; – ungesehen, τόποι, die man noch nicht gesehen hat, Pol. 3, 36. – 2) der nicht sieht oder nicht gesehen hat, δεινοῦ, κακοῦ, Pol. 3, 108. 2, 21; der nicht sehen kann, φύσις Luc. Halc. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀόρᾱτος: -ον, ὁ μὴ ὁρώμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἴδη, Πλάτ. Φαίδων 85Ε, κτλ. ἀόρατος ὄψιν Ἄλεξ. ἐν «Ὕπνῳ» 1.5· τραῦμ’ ἀόρατον ἔρως Ἀνθ. Πλαν. 198· τὸ μέλλον ἀόρατον Ἰσοκρ. 8Β· τὸ ἀόρατον, ὁ ἀόρατος κόσμος, ὁ ἄλλος κόσμος, ἐξ οὐρανοῦ καὶ τοῦ ἀορ. Πλάτ. Σοφ. 246Α, πρβλ. Θεαίτ. 155Ε, κ. ἀλλ.· τὰν ἀ. ἀτραπιτὸν βιότου, τὴν σκοτεινήν, τὴν ἄδηλον ἀτραπὸν τοῦ βίου, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2892. 2: ― Ἐπίρρ. ἀοράτως Πλούτ. 2.891Α. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ ἰδών, ἄπειροι δὲ καὶ ἀόρατοι παντὸς κακοῦ Πολύβ. 2. 21, 2., 3, 108, 6: ἀπολ., Λουκ. Ἁλκ. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
invisible.
Étymologie: ἀ, ὁράω.