σποραδικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπορᾰδικός''': -ή, -όν, διεσπαρμένος, κατοικῶν ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], τὰ σπ. ζῷα, ἀντίθετον τῷ τὰ ἀγελαῖα, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 5, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 23· ἐπὶ νόσων διεσπαρμένων, δηλ. ἐν παντὶ τόπῳ ὑπαρχουσῶν, οὐχὶ ἐνδημικῶν (ἴδε σπορὰς ἐν τέλ.), Γαλην. | |lstext='''σπορᾰδικός''': -ή, -όν, διεσπαρμένος, κατοικῶν ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], τὰ σπ. ζῷα, ἀντίθετον τῷ τὰ ἀγελαῖα, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 5, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 23· ἐπὶ νόσων διεσπαρμένων, δηλ. ἐν παντὶ τόπῳ ὑπαρχουσῶν, οὐχὶ ἐνδημικῶν (ἴδε σπορὰς ἐν τέλ.), Γαλην. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />dispersé ; sporadique (maladie).<br />'''Étymologie:''' [[σποράς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A scattered, i.e. not living in communities, θηρία, ζῷα, Arist.Pol.1256a23, HA488a3; σποραδικοὶ ἀπολώλασι Th. 2.4 as loosely cited by Gal.17(1).2.
German (Pape)
[Seite 924] zerstreu't; ζῷα, Thiere, die nicht gesellig sind, einzeln leben, Ggstz ἀγελαῖα, Arist. pol. 1, 3, 3; νοσήματα, die zu allen Zeiten u. an allen Orten herrschen. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σπορᾰδικός: -ή, -όν, διεσπαρμένος, κατοικῶν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, τὰ σπ. ζῷα, ἀντίθετον τῷ τὰ ἀγελαῖα, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 5, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 23· ἐπὶ νόσων διεσπαρμένων, δηλ. ἐν παντὶ τόπῳ ὑπαρχουσῶν, οὐχὶ ἐνδημικῶν (ἴδε σπορὰς ἐν τέλ.), Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dispersé ; sporadique (maladie).
Étymologie: σποράς.