πρόπρυμνα: Difference between revisions
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόπρυμνα''': Ἐπίρρ., μακρὰν ἀπὸ τῆς πρύμνης, [[πρόπρυμνα]] ἐκβολὰν φέρει, «ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐμπόρων, οἵτινες πλοῦτον πολὺν σωρεύσαντες... [[ὕστερον]] ἐκβολὴν ποιοῦνται τοῦ ὅλου φόρτου, ναυαγοῦντες καὶ κλυδωνιζόμενοι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 769· πρβλ. Blomf. εἰς Ἀγ. 1010. | |lstext='''πρόπρυμνα''': Ἐπίρρ., μακρὰν ἀπὸ τῆς πρύμνης, [[πρόπρυμνα]] ἐκβολὰν φέρει, «ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐμπόρων, οἵτινες πλοῦτον πολὺν σωρεύσαντες... [[ὕστερον]] ἐκβολὴν ποιοῦνται τοῦ ὅλου φόρτου, ναυαγοῦντες καὶ κλυδωνιζόμενοι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 769· πρβλ. Blomf. εἰς Ἀγ. 1010. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />de fond en comble.<br />'''Étymologie:''' pl. neutre adv. de *πρόπρυμνος qui sombre la poupe en avant, de [[πρό]], [[πρύμνα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A away from the stern, π. ἐκβολὰν φέρει, of jettisoning cargo, metaph. in A.Th.769 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 741] adv., wie von πρόπρυμνος, vorn über das Hintertheil des Schiffes hinweg, u. wie ein Schiff, wenn das Hintertheil bereits zu sinken anfängt, nicht gerettet werden kann, von Grund aus, gänzlich verloren, πρόπρυμνα δ' ἐκβολὰν φέρει ὄλβος, Aesch. Spt. 751.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπρυμνα: Ἐπίρρ., μακρὰν ἀπὸ τῆς πρύμνης, πρόπρυμνα ἐκβολὰν φέρει, «ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐμπόρων, οἵτινες πλοῦτον πολὺν σωρεύσαντες... ὕστερον ἐκβολὴν ποιοῦνται τοῦ ὅλου φόρτου, ναυαγοῦντες καὶ κλυδωνιζόμενοι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 769· πρβλ. Blomf. εἰς Ἀγ. 1010.
French (Bailly abrégé)
adv.
de fond en comble.
Étymologie: pl. neutre adv. de *πρόπρυμνος qui sombre la poupe en avant, de πρό, πρύμνα.