ἀσύμφορος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut

Menander, Monostichoi, 408
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσύμφορος''': παλ. Ἀττ. ἀξύμφορος, ὁ μὴ συμφέρων, [[ἀνωφελής]], [[ἀπρόσφορος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 780: [[μετὰ]] δοτ. μὴ συντελῶν [[πρός]] τι, [[ἐναντίος]] εἴς τι, [[βλαπτικός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, Εὐρ. Τρῳ. 491, Ἀντιφῶν 116. 11, Θουκ. 3. 40. ἔς τι ὁ αὐτ. 1. 32· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 91: Ὑπερθ., ἀσυμφορώτατον ὑμῖν [[ἔθος]] εἰσάγειν Δημ. 341. 20. - Ἐπίρρ. -ρως Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 1, Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 13.
|lstext='''ἀσύμφορος''': παλ. Ἀττ. ἀξύμφορος, ὁ μὴ συμφέρων, [[ἀνωφελής]], [[ἀπρόσφορος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 780: [[μετὰ]] δοτ. μὴ συντελῶν [[πρός]] τι, [[ἐναντίος]] εἴς τι, [[βλαπτικός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, Εὐρ. Τρῳ. 491, Ἀντιφῶν 116. 11, Θουκ. 3. 40. ἔς τι ὁ αὐτ. 1. 32· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 91: Ὑπερθ., ἀσυμφορώτατον ὑμῖν [[ἔθος]] εἰσάγειν Δημ. 341. 20. - Ἐπίρρ. -ρως Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 1, Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inutile, nuisible;<br /><i>Sp.</i> ἀσυμφορώτατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σύμφορος]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύμφορος Medium diacritics: ἀσύμφορος Low diacritics: ασύμφορος Capitals: ΑΣΥΜΦΟΡΟΣ
Transliteration A: asýmphoros Transliteration B: asymphoros Transliteration C: asymforos Beta Code: a)su/mforos

English (LSJ)

Att. ἀξ-, ον,

   A inconvenient, prejudicial, φυτοῖσιν Hes.Op.782, cf. Hp.Acut.56, Antipho 2.1.10, Th.3.40; ἔς τι Id.1.32; πρός τι Id.2.91: Sup., E.Tr.491; ἀσυμφορώτατον ὑμῖν ἔθος εἰσάγειν D.19.2. Adv. -ρως, ἔχειν X.HG6.3.1; ζῆν πρὸς τὴν πολιτείαν Arist.Pol.1308b21.

German (Pape)

[Seite 380] nicht zuträglich, nicht nützlich, Hes. O. 780; superl. Eur. Tr. 491; oft Prosa, Thuc. 1, 32 Antipho. II α 10 Dem. 24, 25; neben ἀνωφελής Plat. Crat. 147 d; bes. ποιεῖν, συμβουλεύειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμφορος: παλ. Ἀττ. ἀξύμφορος, ὁ μὴ συμφέρων, ἀνωφελής, ἀπρόσφορος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 780: μετὰ δοτ. μὴ συντελῶν πρός τι, ἐναντίος εἴς τι, βλαπτικός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, Εὐρ. Τρῳ. 491, Ἀντιφῶν 116. 11, Θουκ. 3. 40. ἔς τι ὁ αὐτ. 1. 32· πρός τι ὁ αὐτ. 2. 91: Ὑπερθ., ἀσυμφορώτατον ὑμῖν ἔθος εἰσάγειν Δημ. 341. 20. - Ἐπίρρ. -ρως Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 1, Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inutile, nuisible;
Sp. ἀσυμφορώτατος.
Étymologie: ἀ, σύμφορος.