ἀνυπότακτος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνυπότακτος''': -ον, ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ ὑποτεταγμένος εἴς τινα, μ. δοτ., οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. β΄, 8: - [[ἀπεριόριστος]], [[ἐλεύθερος]], Φίλων 1. 473. 2) ἄτακτος, συγκεχυμένος, [[δυσκατάληπτος]], [[ἀνυπότακτος]] καὶ κωφὴ γίνεται ἡ [[διήγησις]] Πολύβ. 3. 36, 4. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποτασσόμενος, [[ἀπειθής]], ταραχώδης, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Α΄, α΄, 9, πρὸς Τίτ. α΄, 6 καὶ 10, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 10, 1.
|lstext='''ἀνυπότακτος''': -ον, ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ ὑποτεταγμένος εἴς τινα, μ. δοτ., οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. β΄, 8: - [[ἀπεριόριστος]], [[ἐλεύθερος]], Φίλων 1. 473. 2) ἄτακτος, συγκεχυμένος, [[δυσκατάληπτος]], [[ἀνυπότακτος]] καὶ κωφὴ γίνεται ἡ [[διήγησις]] Πολύβ. 3. 36, 4. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποτασσόμενος, [[ἀπειθής]], ταραχώδης, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Α΄, α΄, 9, πρὸς Τίτ. α΄, 6 καὶ 10, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 10, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non soumis, insubordonné.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὑποτάσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπότακτος Medium diacritics: ἀνυπότακτος Low diacritics: ανυπότακτος Capitals: ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: anypótaktos Transliteration B: anypotaktos Transliteration C: anypotaktos Beta Code: a)nupo/taktos

English (LSJ)

ον, of persons or things,

   A not made subject, τινί Ep.Hebr.2.8, cf. J.AJ11.6.6, Arr.Epict.4.1.161; ἀ. ὁ βασιλεύς Artem.2.30; unrestrained, free, Ph.1.473, cf. Arr.Epict.2.10.1.    2 not to be classified under heads, confused, Plb.3.36.4; irregular, ποιήματα, of dithyrambs, Demetr.Lac.Herc.1014.12, Zen.2.15.    II of persons, independent, Ptol.Tetr.61; in bad sense, unruly, 1 Ep.Ti.1.9, Ep.Tit.1.6 and 10, PMag.Par.1.1367. Adv. -τως impatiently, Hsch. s.v. ἀστέκτως.    III of Verbs, having no first aorist, AB1087.

German (Pape)

[Seite 266] 1) nicht unterworfen, ungehorsam, N. T., Philo u. Sp. – 2) nicht geordnet, verworren, διήγησις Pol. 3, 36. 5, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπότακτος: -ον, ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ ὑποτεταγμένος εἴς τινα, μ. δοτ., οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. β΄, 8: - ἀπεριόριστος, ἐλεύθερος, Φίλων 1. 473. 2) ἄτακτος, συγκεχυμένος, δυσκατάληπτος, ἀνυπότακτος καὶ κωφὴ γίνεται ἡ διήγησις Πολύβ. 3. 36, 4. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποτασσόμενος, ἀπειθής, ταραχώδης, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Α΄, α΄, 9, πρὸς Τίτ. α΄, 6 καὶ 10, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 10, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non soumis, insubordonné.
Étymologie: ἀ, ὑποτάσσω.