καταπάλλομαι: Difference between revisions
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπάλλομαι''': μεσ., [[μετὰ]] παλμοῦ, μεθ’ ὁρμῆς φέρομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], καταπηδῶ, οὐρανοῦ ἐκ κατέπαλτο (ἐπ. συγκεκομ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἀορ. β΄ κατεπάλετο) Ἰλ. Τ. 351· [[διότι]] ἂν ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] ἀναφέρηται εἰς τὸ ῥῆμ. [[κατεφάλλομαι]], θὰ ἐγράφετο προπερισπ. κατεπᾶλτο, πρβλ. [[ἀνέπαλτο]], [[κατεφάλλομαι]]·- ἀόρ. α΄, ἐσῦ κατεπήλατο δίφρου Νόνν. Δ. 18, 13· πέτρης ἐκ δισσῆς καταπάλμενον [[ὕδωρ]], [[ὅπερ]] δὲν πρέπει νὰ μεταβληθῇ εἰς κατεπάλμενον, ὁ αὐτ. 48, 614. ΙΙ. δυνατὰ κτυπῶ, [[πυκνόν]] μοι τὸ περικάρδιον κατεπάλλετο, ᾐσθάνετο δυνατὸν καρδιοχτύπι, Εὐμάθ. σ. 89. | |lstext='''καταπάλλομαι''': μεσ., [[μετὰ]] παλμοῦ, μεθ’ ὁρμῆς φέρομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], καταπηδῶ, οὐρανοῦ ἐκ κατέπαλτο (ἐπ. συγκεκομ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἀορ. β΄ κατεπάλετο) Ἰλ. Τ. 351· [[διότι]] ἂν ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] ἀναφέρηται εἰς τὸ ῥῆμ. [[κατεφάλλομαι]], θὰ ἐγράφετο προπερισπ. κατεπᾶλτο, πρβλ. [[ἀνέπαλτο]], [[κατεφάλλομαι]]·- ἀόρ. α΄, ἐσῦ κατεπήλατο δίφρου Νόνν. Δ. 18, 13· πέτρης ἐκ δισσῆς καταπάλμενον [[ὕδωρ]], [[ὅπερ]] δὲν πρέπει νὰ μεταβληθῇ εἰς κατεπάλμενον, ὁ αὐτ. 48, 614. ΙΙ. δυνατὰ κτυπῶ, [[πυκνόν]] μοι τὸ περικάρδιον κατεπάλλετο, ᾐσθάνετο δυνατὸν καρδιοχτύπι, Εὐμάθ. σ. 89. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>3ᵉ sg. ao.2 avec sync. épq.</i> [[κατέπαλτο]];<br />s’élancer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], πάλλομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
Pass.,
A dart down, ἅρπῃ ἐϊκυῖα . . οὐρανοῦ ἒκ κατέπαλτο (Ep. aor. 2) Il.19.351 (but this form shd. perh. be referred to κατεφάλλομαι, q. v.); Νὺξ φυγὰς οὐρανόθεν καταπάλλεται PMag.Berol. 2.95: aor. 1, ἑοῦ κατεπήλατο δίφρου leapt down from, Nonn.D.18.13.
Greek (Liddell-Scott)
καταπάλλομαι: μεσ., μετὰ παλμοῦ, μεθ’ ὁρμῆς φέρομαι πρὸς τὰ κάτω, καταπηδῶ, οὐρανοῦ ἐκ κατέπαλτο (ἐπ. συγκεκομ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἀορ. β΄ κατεπάλετο) Ἰλ. Τ. 351· διότι ἂν ὁ τύπος οὗτος ἀναφέρηται εἰς τὸ ῥῆμ. κατεφάλλομαι, θὰ ἐγράφετο προπερισπ. κατεπᾶλτο, πρβλ. ἀνέπαλτο, κατεφάλλομαι·- ἀόρ. α΄, ἐσῦ κατεπήλατο δίφρου Νόνν. Δ. 18, 13· πέτρης ἐκ δισσῆς καταπάλμενον ὕδωρ, ὅπερ δὲν πρέπει νὰ μεταβληθῇ εἰς κατεπάλμενον, ὁ αὐτ. 48, 614. ΙΙ. δυνατὰ κτυπῶ, πυκνόν μοι τὸ περικάρδιον κατεπάλλετο, ᾐσθάνετο δυνατὸν καρδιοχτύπι, Εὐμάθ. σ. 89.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 avec sync. épq. κατέπαλτο;
s’élancer.
Étymologie: κατά, πάλλομαι.