αὐτόχρημα: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτόχρημα''': ἐπίρρ., «αὐτὸ τὸ [[πρᾶγμα]]» (Ἡσύχ.), τῇ ἀληθείᾳ, πράγματι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 78. ΙΙ. ἀκριβῶς, ἀπαραλλάκτως, Αἰλ. π. Ζ. 2. 44, Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 13. | |lstext='''αὐτόχρημα''': ἐπίρρ., «αὐτὸ τὸ [[πρᾶγμα]]» (Ἡσύχ.), τῇ ἀληθείᾳ, πράγματι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 78. ΙΙ. ἀκριβῶς, ἀπαραλλάκτως, Αἰλ. π. Ζ. 2. 44, Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />justement, exactement.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[χρῆμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A in very deed, Ar.Eq.78, Luc.Dem.Enc.13, Procop.Gaz.Ep.58, Iamb.Myst.5.20; dub. in S.Ichn.38. 2 just, exactly, Ael.NA2.44, Aristid.2.228 J. II straightway, Jul.Or.6.181b.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόχρημα: ἐπίρρ., «αὐτὸ τὸ πρᾶγμα» (Ἡσύχ.), τῇ ἀληθείᾳ, πράγματι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 78. ΙΙ. ἀκριβῶς, ἀπαραλλάκτως, Αἰλ. π. Ζ. 2. 44, Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 13.