μεταφράζω: Difference between revisions
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταφράζω''': [[παραφράζω]], [[ἑρμηνεύω]] εἰς [[ἄλλο]] [[ὕφος]], ἐξηγῶ, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 45, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 19, Κικ. 40. 2) [[μεταφράζω]] τὰς λέξεις γλώσσης τινὸς εἰς [[ἄλλην]], «Θεᾶς Φερωνείας ὀνομαζομένης, ἣν οἱ μεταφράζοντες εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν οἱ μὲν ἀνθηφόρον, οἱ δὲ φιλοστέφανον, οἱ δὲ Φερσεφόνην καλοῦσιν» Διον. Ἁλ. Ι, 505, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9, 14, κτλ. ΙΙ. Μέσ., [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος κατόπιν, ἢ [[σκέπτομαι]] ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, [[ἐξετάζω]] τι ἀκολούθως, [[ταῦτα]] μεταφρασόμεθα καὶ [[αὖτις]] Ἰλ. Α. 140. | |lstext='''μεταφράζω''': [[παραφράζω]], [[ἑρμηνεύω]] εἰς [[ἄλλο]] [[ὕφος]], ἐξηγῶ, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 45, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 19, Κικ. 40. 2) [[μεταφράζω]] τὰς λέξεις γλώσσης τινὸς εἰς [[ἄλλην]], «Θεᾶς Φερωνείας ὀνομαζομένης, ἣν οἱ μεταφράζοντες εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν οἱ μὲν ἀνθηφόρον, οἱ δὲ φιλοστέφανον, οἱ δὲ Φερσεφόνην καλοῦσιν» Διον. Ἁλ. Ι, 505, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9, 14, κτλ. ΙΙ. Μέσ., [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος κατόπιν, ἢ [[σκέπτομαι]] ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, [[ἐξετάζω]] τι ἀκολούθως, [[ταῦτα]] μεταφρασόμεθα καὶ [[αὖτις]] Ἰλ. Α. 140. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=transporter d’une langue dans une autre, traduire;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταφράζομαι réfléchir ensuite, délibérer, examiner avec mûre réflexion.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[φράζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
A paraphrase, D.H.Th.45, Theon Prog.1, Hdn.Fig. p.95 S. 2 translate, J.AJ8.5.3, Plu.Cat.Ma.19, Cic.40. II Med., consider after, ταῦτα μεταφρασόμεσθα καὶ αὖτις Il.1.140.
German (Pape)
[Seite 156] in einen andern Ausdruck übertragen, z. B. aus der Poesie in Prosa, übersetzen, umschreiben, Plut. Cic. 40, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταφράζω: παραφράζω, ἑρμηνεύω εἰς ἄλλο ὕφος, ἐξηγῶ, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 45, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 19, Κικ. 40. 2) μεταφράζω τὰς λέξεις γλώσσης τινὸς εἰς ἄλλην, «Θεᾶς Φερωνείας ὀνομαζομένης, ἣν οἱ μεταφράζοντες εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν οἱ μὲν ἀνθηφόρον, οἱ δὲ φιλοστέφανον, οἱ δὲ Φερσεφόνην καλοῦσιν» Διον. Ἁλ. Ι, 505, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9, 14, κτλ. ΙΙ. Μέσ., σκέπτομαι περί τινος κατόπιν, ἢ σκέπτομαι ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, ἐξετάζω τι ἀκολούθως, ταῦτα μεταφρασόμεθα καὶ αὖτις Ἰλ. Α. 140.
French (Bailly abrégé)
transporter d’une langue dans une autre, traduire;
Moy. μεταφράζομαι réfléchir ensuite, délibérer, examiner avec mûre réflexion.
Étymologie: μετά, φράζω.