Ἰκάριος: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἰκάριος''': ῑκᾰ, α, ον, [[πόντος]] Ἰκ., τὸ [[μέρος]] τοῦ Αἰγαίου πελάγους τὸ μεταξὺ τῶν Κυκλάδων καὶ τῆς Καρίας, [[ἔνθα]] ἐλέγετο ὅτι Ἴκαρος ὁ υἱὸς τοῦ Δαιδάλου ἐπνίγη, Ἰλ. Β. 145· Ἰκ. [[πέλαγος]] Ἡρόδ. 6. 96 Ἰκάριον μόνον, [[αὐτόθι]] 95. | |lstext='''Ἰκάριος''': ῑκᾰ, α, ον, [[πόντος]] Ἰκ., τὸ [[μέρος]] τοῦ Αἰγαίου πελάγους τὸ μεταξὺ τῶν Κυκλάδων καὶ τῆς Καρίας, [[ἔνθα]] ἐλέγετο ὅτι Ἴκαρος ὁ υἱὸς τοῦ Δαιδάλου ἐπνίγη, Ἰλ. Β. 145· Ἰκ. [[πέλαγος]] Ἡρόδ. 6. 96 Ἰκάριον μόνον, [[αὐτόθι]] 95. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />d’Icare : [[πόντος]] [[Ἰκάριος]] IL, [[Ἰκάριος]] [[πέλαγος]] HDT <i>ou abs.</i> τὸ Ἰκάριον HDT la mer d’Icare, <i>partie de la mer Égée entre les Cyclades et la Carie</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Ἴκαρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑκᾰ], α, ον, Icarian,
A πόντος Il.2.145; πέλαγος Hdt.6.96.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰκάριος: ῑκᾰ, α, ον, πόντος Ἰκ., τὸ μέρος τοῦ Αἰγαίου πελάγους τὸ μεταξὺ τῶν Κυκλάδων καὶ τῆς Καρίας, ἔνθα ἐλέγετο ὅτι Ἴκαρος ὁ υἱὸς τοῦ Δαιδάλου ἐπνίγη, Ἰλ. Β. 145· Ἰκ. πέλαγος Ἡρόδ. 6. 96 Ἰκάριον μόνον, αὐτόθι 95.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d’Icare : πόντος Ἰκάριος IL, Ἰκάριος πέλαγος HDT ou abs. τὸ Ἰκάριον HDT la mer d’Icare, partie de la mer Égée entre les Cyclades et la Carie.
Étymologie: Ἴκαρος.