κνήθω: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνήθω''': μέλλ. κνήσω, ([[κνάω]]) μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[κνάω]], ξύω, «ξυῶ», Μοῖρις 234· ― Μέσ., τὸν ὄνον κνήθεσθαι εἰς τὰς ἀκάνθας τὰ ἕλκη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 18. ΙΙ. [[γαργαλίζω]], τὰς ἀκοὰς Κλήμ. Ἀλεξ. 328. ― Παθ., γαργαλίζομαι, [[αἰσθάνομαι]] κνησμόν, κνηθόμενοι τὴν ἀκοὴν 2 Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 3· παροξύνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 31. 3.
|lstext='''κνήθω''': μέλλ. κνήσω, ([[κνάω]]) μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[κνάω]], ξύω, «ξυῶ», Μοῖρις 234· ― Μέσ., τὸν ὄνον κνήθεσθαι εἰς τὰς ἀκάνθας τὰ ἕλκη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 18. ΙΙ. [[γαργαλίζω]], τὰς ἀκοὰς Κλήμ. Ἀλεξ. 328. ― Παθ., γαργαλίζομαι, [[αἰσθάνομαι]] κνησμόν, κνηθόμενοι τὴν ἀκοὴν 2 Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 3· παροξύνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 31. 3.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> gratter ; irriter;<br /><b>2</b> chatouiller.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κνάω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνήθω Medium diacritics: κνήθω Low diacritics: κνήθω Capitals: ΚΝΗΘΩ
Transliteration A: knḗthō Transliteration B: knēthō Transliteration C: knitho Beta Code: knh/qw

English (LSJ)

later form of κνάω,

   A scratch, ὡς λέγεται, κνήθειν οἶδεν ὄνος τὸν ὄνον AP12.238.8 (Strat.), cf. Moer.p.234 P.:—Med., κνήθεσθαι εἰς τὰς ἀκάνθας τὰ ἕλκη to get one's sores scratched, Arist.HA609a32.    2 Pass., itch, Paul. Aeg.6.60; κνηθόμενοι τὴν ἀκοήν 2 Ep.Ti.4.3; to be provoked, Arist. Pr.957b15.

German (Pape)

[Seite 1460] nach Moeris hellenistisch für κνάω, kratzen; τὸν ὄνον κνήθεσθαι εἰς τὰς ἀκάνθας τὰ ἕλκη, sich reiben, Arist. H. A. 9, 1. – Ein Jucken, Brennen verursachen, u. pass. ein Jucken empfinden, II. Timoth. 4, 3; – übh. reizen, Arist. probl. 31, 4; bes. zu Liebe, Groll u. dgl., ὄνος ὄνον κνήθει Strat. 77 (XII, 238).

Greek (Liddell-Scott)

κνήθω: μέλλ. κνήσω, (κνάω) μεταγεν. τύπος τοῦ κνάω, ξύω, «ξυῶ», Μοῖρις 234· ― Μέσ., τὸν ὄνον κνήθεσθαι εἰς τὰς ἀκάνθας τὰ ἕλκη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 18. ΙΙ. γαργαλίζω, τὰς ἀκοὰς Κλήμ. Ἀλεξ. 328. ― Παθ., γαργαλίζομαι, αἰσθάνομαι κνησμόν, κνηθόμενοι τὴν ἀκοὴν 2 Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 3· παροξύνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 31. 3.

French (Bailly abrégé)

1 gratter ; irriter;
2 chatouiller.
Étymologie: cf. κνάω.