εὐκατάλυτος: Difference between revisions
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκατάλῠτος''': -ον, εὐκόλως καταλυόμενος, καταστρεφόμενος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 15. | |lstext='''εὐκατάλῠτος''': -ον, εὐκόλως καταλυόμενος, καταστρεφόμενος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />facile à dissoudre, à détruire;<br /><i>Cp.</i> εὐκαταλυτώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[καταλύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A easy to overthrow, X. HG3.5.15 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1073] leicht aufzulösen, zu vernichten, Λακεδαιμονίων πλεονεξία Xen. Hell. 3, 5, 14, im compar.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάλῠτος: -ον, εὐκόλως καταλυόμενος, καταστρεφόμενος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à dissoudre, à détruire;
Cp. εὐκαταλυτώτερος.
Étymologie: εὖ, καταλύω.