τερατουργός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τερᾰτουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος θαύματα, Διόδ. Ἐκλ. 526, 101, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 4. | |lstext='''τερᾰτουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος θαύματα, Διόδ. Ἐκλ. 526, 101, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui fait des choses extraordinaires ; ὁ [[τερατουργός]] faiseur de tours, charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[τέρας]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A wonder-worker, D.S. 34/5.2.5, Ptol.Tetr.160, Luc.Gall.4: Adj., τ. ἡδονή Ph.2.267.
German (Pape)
[Seite 1093] Wunder thuend, Gaukeleien treibend, der Zauberer, Gaukler, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος θαύματα, Διόδ. Ἐκλ. 526, 101, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 4.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait des choses extraordinaires ; ὁ τερατουργός faiseur de tours, charlatan.
Étymologie: τέρας, ἔργον.